Ο Θεός,
ο Gödel
και τα όρια της λογικής
“Είμαι πεπεισμένος για τη μετά θάνατον ζωή, ανεξάρτητη από τη θεολογία. Εάν ο κόσμος είναι λογικά κατασκευασμένος, πρέπει να υπάρχει μια μεταθανάτια ζωή”. Kurt Gödel
Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της επιστήμης των Μαθηματικών του 20ου αιώνα αποτέλεσε το θεώρημα της μη πληρότητας το οποίο αναλύθηκε κατά το δυνατόν στο άρθρο «το θεώρημα της μη πληρότητας του Gödel» στην ενότητα επιστήμη. Αν και η διατύπωση του έγινε στο χώρο των Μαθηματικών οι συνέπειες αυτού του θεωρήματος αγκάλιασαν και άλλες επιστήμες όπως την Φυσική, Κοσμολογία, Φιλοσοφία και Μεταφυσική. Στο άρθρο αυτό κύρια γίνεται μια προσπάθεια να δούμε της προεκτάσεις του θεωρήματος στην Χριστιανική πίστη.
Σε αντίθεση με τις υλιστικές θεωρήσεις του κόσμου, η Χριστιανική πίστη εμμένει σε μια αιώνιο και αναίτιο ύπαρξη,δηλαδή μια ύπαρξη μη εξαρτώμενη από οτιδήποτε άλλο, μια ύπαρξη που βρίσκεται έξω από τον χωροχρόνο. Την ονομάζουμε «Θεό». Θεωρούμε ότι Αυτός ο Θεός έπλασε εκ του μηδενός τον κόσμο ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του και δεν τον εγκατέληψε στην τύχη του, αλλά συνεχίζει να αλληλεπιδρά με αυτόν ως ένας εξωτερικός παρατηρητής δίνοντας του υπόσταση κάθε στιγμή, «υφαίνοντας το» σε κάθε σημείο του χωροχρόνου μέσα σε ένα πλαίσιο νόμων που είναι κατά βάσιν νόμοι των πιθανοτήτων και οι οποίοι όμως είναι πέραν της δυνατότητας μας να καθορίσουμε για ποιό λόγο λειτουργούν έτσι. Κατά την Χριστιανική πίστη, πίσω από αυτούς τους φυσικούς νόμους, υπάρχουν κρυμμένοι οι λόγοι των όντων, οι οποίοι είναι οι βαθύτερες αιτίες ύπαρξης κάθε κτίσματος. Ο μόνος τρόπος να δει κάποιος συνολικά τους «λόγους των όντων» κατά την Χριστιανική πίστη είναι «εξέλθει» απ’ αυτό και αυτό γίνεται δια της θεώσεως που είναι η ένωση με τον δημιουργό του. Το κτίσμα ουσιαστικά δεν εξέρχεται «σωματικά» από την κτίση. Αυτό είναι αδύνατον. Στην πραγματικότητα αυτή η ένωση με το άκτιστο γίνεται όταν ο άνθρωπος γίνεται κοινωνός των εμπειριών της θεότητας και μπορεί να έχει μια εξωτερική άποψη του κόσμου και να κατανοήσει τους λόγους των όντων.
Μιλώντας για τους λόγους των όντων, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στον Λόγο, Αυτόν τον οποίο αναφέρει ο Ιωάννης στο πρώτο εδάφιο του ευαγγελίου του και τον οποίο ταυτίζει με το δεύτερο πρόσωπο της Τριαδικής θεότητας. Η λέξη έχει την ρίζα της στους Στωϊκούς για τους οποίους σημαίνει την θεϊκή λογικότητα που διέπει όλο το υλικό σύμπαν που δίνει ζωή αλλά και την ιδιαίτερη τάξη και αρμονία που παρατηρούμε σ΄αυτό. Είναι Αυτός ο οποίος δημιούργησε τον κόσμο.
«Τα πάντα δι’ αυτού δημιουργήθηκαν κι απ’ όσα έγιναν τίποτα χωρίς αυτόν δεν έγινε» Ιωαν 1.2
Είναι Αυτός που έδωσε και δίνει νόημα (λόγο) στον κόσμο. Είναι η αλήθεια που κάνει το σύστημά μας να είναι συνεπές. Η πίστη ισοδυναμεί με την αποδοχή μιας αληθούς πρότασης που δεν μπορεί να αποφασιστεί μέσα στο τυπικό σύστημα.
«Πίστη σημαίνει σιγουριά γι’ αυτά που ελπίζουμε και βεβαιότητα γι’ αυτά που δε βλέπουμε»
Προς εβραίους 11,1
Η απόδειξη του Gödel υποδηλώνει ότι πρέπει να αναζητήσουμε την τελική αλήθεια έξω από τον πεπερασμένο κόσμο μας και ο Ιησούς πρόφερε έναν από τους πιο απόλυτους ισχυρισμούς που έγιναν ποτέ από έναν λογικό άνθρωπο.
«Εγώ είμαι η οδός, η αλήθεια και η ζωή»
είπε στους μαθητές του λίγες ώρες πριν σταθεί μπροστά στον Πιλάτο. Παρακάτω στο ίδιο ευαγγέλιο διαβάζουμε
«Θα γνωρίσεις την αλήθεια και η αλήθεια θα σε ελευθερώσει»
Ιωάννης 8:32
Υπόσχεται να μας ελευθερώσει όταν δεχθούμε την Αλήθεια Του με πίστη. Ελευθερία σημαίνει απαλλαγμένη από αντιφάσεις και ασυνέπειες. Η αποδοχή της Αλήθειας Του στο «σύστημά» μας μας κάνει συνεπείς. Αλλά εμείς είμαστε πάντα ατελείς χωρίς Αυτόν. Όσο κι αν προσπαθούμε, δεν μπορούμε να Τον κατανοήσουμε ή να Τον φτάσουμε μόνοι μας, μέσα στο παγκόσμιο σύστημα. Αντίστροφα, κάθε εγκόσμια φιλοσοφία και ψεύτικη θρησκεία αναζητά την πληρότητα, και με αυτόν τον τρόπο γίνεται ασυνεπής.
Το θεώρημα και η αλήθειες της Αγίας Γραφής
Στην Χριστιανική κοινότητα είναι ευρέως διαδεδομέη η άποψη οτι η χρήση της Βίβλου είναι ο μοναδικός κανόνας πίστης ανεξάρτητος από οποιοδήποτε εξωτερικό σημείο αναφοράς. Αυτή η πρόταση είναι είναι λογικά μη αποδείξιμη και μπορεί να είναι μια αυτοαναφορά. Μόνο με την ανάληψη μιας υπερβατικής θέσης έξω από το υπό έλεγχο σύστημα, τέτοιοι ισχυρισμοί μπορούν να αποδειχθούν αληθείς ή ψευδείς. Η Γραφή δεν είναι Θεός. Η Βίβλος είναι συνεπής μόνο εάν επιτρέψουμε στο Άγιο Πνεύμα να μας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια. Ούτε η καλλιέργια της Συστηματικής Θεολογίας ορισμένων θεολογικών κύκλων μπορεί να σε οδηγήσει στην αλήθεια. Ο Θεός υπερβαίνει πάντα οποιοδήποτε Χριστιανικό δόγμα. Η πίστη στην αποκαλυμμένη αλήθεια, μέσα από μια σχέση και όχι πληροφορίες και ανάλυση, είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε.
Τα παράδοξα στην Χριστιανική πίστη
Στις διδασκαλίες υπάρχει έλλειψη πληρότητας στην ανθρώπινη κατανόηση. Αυτή η έλλειψη πληρότητας είναι που επιτρέπει τέτοια παράδοξα να ονομάζονται «αληθινά», χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε πώς ή γιατί τα παράδοξα είναι αληθινά.
Διαισθητικά, δεχόμαστε αυτά τα παράδοξα, αλλά δεν μπορούμε να τα επιλύσουμε μόνοι μας. Γνωρίζουμε ότι η λογική μας είναι ατελής και υπάρχει μια ανώτερη κατανόηση της λογικής στην οποία δεν είμαστε σε θέση να προσπελάσουμε, ένα υψηλότερο επίπεδο που θα επανέλθει στο επίπεδο της λογικής μας και θα μας εξηγήσει γιατί η λογική μας είναι ελλιπής. Αυτή η κατανόηση ανώτερου επιπέδου είναι η κατανόηση του Θεού.
Για τον Θεό, τα παράδοξα του Ιησού δεν είναι παράδοξα – επιλύονται σε μια ολόκληρη, πλήρη, συνεπή αλήθεια.
Τα άπειρα (infinities) και τα παράδοξα (paradoxes) της φύσης απαιτούν κάτι ανώτερο, διαφορετικό σε είδος, πιο ισχυρό, για να τα εξηγήσει, όπως κάθε λογικό σύνολο χρειάζεται μια ανώτερη λογική για να αποδείξει και να εξηγήσει τα πάντα εντός του.
Αυτό ακριβώς που μας λείπει για την κατανόησή του σύμπαντος, είναι η αδυναμία μας να δούμε εκείνον τον εξωτερικό παράγοντα που του δίνει διαρκώς ύπαρξη, που καθορίζει τη μαθηματική έκφραση των πιθανοτήτων του, και που του έδωσε μια αρχή στον χρόνο.
Οι μαθηματικές και φυσικές προσεγγίσεις, είναι ένας άλλος τρόπος, για να αντιληφθούμε τη ματαιότητα του υλισμού μας. Να δούμε τα αδιέξοδα της αποχωρισμένης από τον Θεό ζωής μας, και του ανολοκλήρωτου της ύπαρξής μας, χωρίς Αυτόν που μας δημιούργησε. Χωρίς Αυτόν, θα είμαστε πάντοτε ένα βήμα πριν τη λύση, και η λύση πάντοτε θα μας διαφεύγει. Θα βλέπουμε το νόμο, και θα μας διαφεύγει ο νομοθέτης. Θα βλέπουμε το αποτέλεσμα, και θα μας διαφεύγει η αιτία. Θα βλέπουμε το πρόβλημα, και θα μας διαφεύγει η απάντηση.
Η χριστιανική πίστη περιέχει πολλά παράδοξα. Ο ίδιος ο Ιησούς μας παρουσιάζει ένα παράδοξο:
1. Ο άπειρος Θεός γίνεται πεπερασμένος άνθρωπος.
2. Ένας άνθρωπος πέθανε για τις αμαρτίες όλου του κόσμου, στο παρελθόν και μέλλον.
Και αυτό που κήρυξε ο Ιησούς στο διάστημα μεταξύ αυτών των δύο παραδόξων είναι από μόνο του ένα παράδοξο.
« Να χάσεις την ψυχή σου για να την βρεις, να παραμείνεις πτωχός και πλούσιος θα είσαι, να βρίσκεσαι εκούσια τελευταίος για να αξιωθείς της πρωτιάς, να υπηρετείς για να μπορούν να σε φωνάζουν κύριο, υπάρχουν πολλά που δεν μπορείς να δεις κι όμως υπάρχουν, κι άλλα που βλέπεις μπορεί να είναι ανύπαρκτα»
Όλο το ευαγγέλιο είναι γεμάτο από αυτές τις αντιθέσεις και παράδοξα. Γιατί; Επειδή η λογική μας είναι ατελής. Γνωρίζουμε ότι η λογική μας είναι ατελής και απαιτείται να προσπελάσουμε αυτή την λογική για να φθάσουμε σε ένα υψηλότερο επίπεδο που θα μας επιτρέψει να Τον κατανοήσουμε και να δώσουμε νόημα σ’ αυτά τα παράδοξα. Είναι μια παρότρυνση του ανθρώπου συνεχώς να αναιρεί, να μην βολεύεται, συνεχώς να προχωρεί μέχρι να βρεί την απόλυτη αλήθεια σ΄Αυτόν.