Το Αίνιγμα του Κακού : Μια Διαχρονική Πορεία από την Φιλοσοφία στη Θεολογία του Σταυρού
« (Ο Θεός) θα εξαλείψει κάθε δάκρυ από τα μάτια τους, και ο θάνατος δεν θα υπάρχει πια —
ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος, γιατί τα πρώτα (πράγματα} παρήλθαν »
Αποκάλυψη 21:4
Υ
πάρχουν νύχτες όπου η σκοτεινιά απλώνεται στον κόσμο σαν λεπτό πέπλο, ακουμπώντας κάθε άνθρωπο, κάθε σκέψη, κάθε κίνηση. Είναι τότε που το κακό δεν παίρνει μορφή· δεν χρειάζεται πρόσωπο ή αιτία. Είναι σαν μια λεπτή ομίχλη που γλιστρά ανάμεσα στα πράγματα, εισχωρεί σιωπηλά στην καρδιά και αφήνει πίσω της ένα ψυχρό αποτύπωμα.
Μοιάζει με σκιά που παραμένει κρυμμένη στο περιθώριο του κόσμου, ανασηκώνοντας στιγμές φόβου ή μελαγχολίας σαν να ήταν φυσικό συστατικό του αέρα που αναπνέουμε. Κάποιες στιγμές, το βλέπεις να παίζει στις σκιές των δρόμων, στις ανάσες που κόβονται χωρίς φωνή, στις σιωπές που διαρκούν περισσότερο απ’ όσο αντέχεις. Δεν έχει χρόνο, δεν έχει όνομα· είναι απλώς εκεί, να θυμίζει ότι ο κόσμος δεν είναι ποτέ εντελώς ασφαλής, ότι η ευκολία με την οποία η ζωή κυλά μπορεί να ανατραπεί από κάποια αόρατη και ακατανόητη δύναμη..
Κι όμως, μέσα στην ίδια την εμπειρία του πόνου αναδύεται μια παράξενη προσδοκία. Είναι ένας ψίθυρος ότι η ιστορία δεν τελειώνει με την ήττα, ούτε με το σκοτάδι. Η βιβλική υπόσχεση πως «θα εξαλείψει κάθε δάκρυ» δεν ακούγεται σαν θριαμβευτική διακήρυξη, αλλά σαν λεπτή υπόμνηση ότι ο κόσμος κουβαλά μέσα του έναν βαθύτερο ρυθμό, ακόμη κι όταν αυτός μοιάζει χαμένος.
Από τις προσωκρατικές θεωρήσεις της κοσμικής τάξης, μέχρι τις χριστιανικές θεοδικίες του Αυγουστίνου και του Ειρηναίου, την οντολογία της ετερότητας στην Ανατολική Παράδοση και τη νεωτερική λεϊμπνιτσιανή ερμηνεία του «βελτίστου δυνατού κόσμου», οι ερμηνευτικές γραμμές παραμένουν πολλαπλές και συχνά ασύμβατες. Από την άλλη μεριά οι σύγχρονες προσεγγίσεις —γενετική, εξελικτική θεωρία, νευροεπιστήμες— επιχειρούν να εντάξουν το κακό στο πλαίσιο μη τελεολογικών αιτιοκρατιών, καθιστώντας το ερώτημα όχι μόνο θεολογικό αλλά και βιοανθρωπολογικό.
Από την αρχαία φιλοσοφία μέχρι τη σύγχρονη επιστήμη, ο άνθρωπος αναζητά να κατανοήσει αυτή τη διττή πραγματικότητα: πώς η ομορφιά της ύπαρξης συνυπάρχει με τη σκοτεινή της όψη· πώς η ελπίδα επιμένει ακόμη και όταν δεν έχει καμιά «λογική» δικαίωση. Οι θεολογικές και φιλοσοφικές ερμηνείες του κακού δεν είναι παρά προσπάθειες να αρθρωθεί αυτός ο μισοφανέρωτος ρυθμός, να αποδοθεί νόημα σε μια εμπειρία που υπερβαίνει τις λέξεις.
1. Από την Κοσμική Αρμονία στην Ηθική Παρέκκλιση: Μια Ανάλυση του Κακού στην Αρχαία Ελληνική Σκέψη
Η ανθρώπινη σκέψη προβληματίστηκε πάνω στην έννοια του κακού από πολύ νωρίς. Ο ορισμός του κακού δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς αυτό που θεωρείται κακό μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την κουλτούρα, την εποχή και το προσωπικό σύστημα αξιών. Εντούτοις, μπορούμε να προσδιορίσουμε ορισμένα κάποια βασικά χαρακτηριστικά του κακού, όπως η πρόκληση πόνου, η αδικία, η παραβίαση ηθικών αρχών, η καταστροφή και η έλλειψη αρμονίας.
Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με την έννοια του κακού. Η αμετρία, το χάος και η ύβρις αντιπροσωπεύουν μορφές του κακού στην ελληνική σκέψη. Από τους Προσωκρατικούς φιλοσόφους ο Ηράκλειτος πίστευε ότι η κοσμική τάξη (ο λόγος) είναι μια δυναμική αρμονία των αντιθέτων. Το κακό προκύπτει από την αδυναμία κατανόησης και αποδοχής αυτής της αρμονίας. Η ύβρις (αλαζονεία) οδηγεί στην παραβίαση του λόγου είναι πηγή κακού. Ο Αναξαγόρας εισήγαγε την έννοια του Νου (Nous) ως η αρχή του κόσμου. Το κακό προκύπτει από την απουσία ή την περιορισμένη επίδραση του Νου, που οδηγεί σε αταξία και χάος. Για τους Πυθαγόρειους, η αρμονία εκφραζόταν μέσω των αριθμών και των μαθηματικών σχέσεων. Ο κόσμος θεωρούνταν μια κοσμική μουσική, και το κακό προέκυπτε από την διατάραξη αυτής της αρμονίας. Έτσι, ενώ η προσέγγισή τους διέφερε σε ορισμένες λεπτομέρειες, η κοινή πεποίθηση ήταν ότι το κακό δεν είναι μια ανεξάρτητη δύναμη, αλλά μια έλλειψη, μια απόκλιση από την φυσική τάξη, τη λογική και την αρμονία που διέπουν το σύμπαν.
Στον Πλάτωνα, το κακό συνδέεται με την άγνοια, την πτώση της ψυχής και την κακή φύση της ύλης. Ο Πλάτωνας πίστευε ότι το κακό δεν είναι μια οντότητα, αλλά μια έλλειψη, μια απουσία του καλού, που προέρχεται από την άγνοια. Οι άνθρωποι πράττουν το κακό επειδή δεν γνωρίζουν το πραγματικό καλό. Στον στον μύθο του Ηνιόχου (Φαίδρος), ο Πλάτωνας περιγράφει την ψυχή σαν ένα άρμα που το σέρνουν δύο πτερωτά άλογα: ένα λευκό, που συμβολίζει θυμοειδές/συναισθηματικό μέρος της ψυχής, και ένα μαύρο, που συμβολίζει το επιθυμητικό/ενστικτώδες. Ο Ηνίοχος, που αντιπροσωπεύει το Λογικόν ( Νου), προσπαθεί να τα ελέγξει. Η πτώση της ψυχής συμβαίνει όταν το μαύρο άλογο, οι επιθυμίες, υπερισχύουν και παρασύρουν την ψυχή μακριά από τον κόσμο των Ιδεών, προς τον υλικό κόσμο. Αυτή η πτώση οδηγεί σε άγνοια και κακές πράξεις. Τέλος ο Πλάτωνας θεωρούσε τον υλικό κόσμο ως μια ατελή αντανάκλαση του κόσμου των Ιδεών. Η ύλη, φθαρτή και μεταβλητή, απομακρύνει την ψυχή από την αληθινή γνώση και την οδηγεί σε πλάνη και κακία εμποδίζοντας την ψυχή να φτάσει στην αρετή και την ευδαιμονία.
Ο Αριστοτέλης, από την πλευρά του, θεωρεί το κακό ως άρνηση του όντος. Αυτή αποτελεί την κεντρική ιδέα της αριστοτελικής μεταφυσικής σχετικά με το κακό. Το κακό δεν είναι μια ανεξάρτητη, υπάρχουσα οντότητα αλλά αντίθετα η έλλειψη ή η απουσία του καλού ή της τελειότητας που θα έπρεπε να υπάρχει σε κάτι. Εδώ το «όντος» κατανοείται ως η πλήρη και τελειωμένη μορφή που θα έπρεπε να έχει κάτι σύμφωνα με τη φύση και τον σκοπό του. Κάθε ον έχει έναν συγκεκριμένο σκοπό ή «τέλος» (τέλος). Το καλό είναι η πραγμάτωση αυτού του σκοπού, ενώ το κακό είναι η αποτυχία πλήρους πραγμάτωσης.
Ο Επίκουρος (341-270 π.Χ), ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους της αρχαιότητας έθεσε μια σειρά από ερωτήματα που αφορούν τη φύση του Θεού και την ύπαρξη του κακού. Με λακωνικότητα και σαφήνεια διατύπωσε τον πυρήνα του προβλήματος του κακού με το γνωστό τρίλλημα που αναφέρεται στο στο βιβλίο «Περί της οργής του Θεού» 13,19c.1 του χριστιανού απολογητή Λακτάντιος, που έζησε την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου :
- Εάν θέλει να αποτρέψει το κακό αλλά δεν μπορεί, τότε είναι ανίσχυρος.
-Εάν μπορεί αλλά δεν θέλει, τότε είναι κακόβουλος.
-Εάν και μπορεί και θέλει, τότε γιατί υπάρχει κακό;
Αυτές οι ερωτήσεις δημιουργούν ένα λογικό αδιέξοδο, καθώς η ύπαρξη του κακού φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τις θεϊκές ιδιότητες της παντοδυναμίας, της παντογνωσίας και της καλοσύνης.
2. Η Φύση του Κακού: Φυσικό και Ηθικό κακό
Για να προσεγγίσουμε το αίνιγμα του κακού, είναι σημαντικό να γίνει αρχικά η διάκριση μεταξύ φυσικού και ηθικού κακού. Το ηθικό κακό προέρχεται από τις συνειδητές πράξεις των ανθρώπων: βία, αδικία, εκμετάλλευση, και όλες οι μορφές ανθρώπινης κακίας. Το φυσικό κακό περιλαμβάνει φυσικές καταστροφές, ασθένειες, και άλλα φαινόμενα που προκαλούν πόνο και δεινά. Συνήθως δεν υπάρχει ηθική ευθύνη ανθρώπων και δεν λειτουργεί το σχήμα ελεύθερης βούλησης. Παρ’ ολα αυτά χάνονται χιλιάδες, συχνά αθώοι.
Ενώ αυτή η διάκριση είναι χρήσιμη, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των δύο μορφών. Για παράδειγμα, οι ανθρώπινες πράξεις μπορούν να επιδεινώσουν τις επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών μέσω ανεπαρκούς προετοιμασίας ή εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων.
3. Χριστιανικές Θεοδικίες: Ειρηναίος, Αυγουστίνος και οι Πατέρες της εκκλησίας
Οι χριστιανικές θεοδικίες αποτελούν προσπάθειες να συμβιβάσουν την ύπαρξη του κακού με την πίστη σε έναν αγαθό και παντοδύναμο Θεό. Από τις πιο σημαντικές θεοδικίες διακρίνουμε εκείνη του Αυγουστίνου, του Ειρηναίου και των Πατέρων της εκκλησίας.
3.1. Η Θεοδικία του Αυγουστίνου
Κυριάρχησε στην παραδοσιακή χριστιανική σκέψη, τόσο στη Ρωμαιοκαθολική όσο και στην Προτεσταντική παράδοση. Ο Αυγουστίνος, όπως και ο Θωμάς Ακινάτης, επηρεασμένοι από την Πλατωνική φιλοσοφία, υποστήριξαν ότι το κακό δεν συνιστά οντολογική πραγματικότητα· αποτελεί στέρηση, διαφθορά ή υποβάθμιση του αγαθού και μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο εν σχέσει προς το αγαθό, το οποίο και έχει θετική ύπαρξη. Χαρακτηριστικές είναι οι σχετικές αναλύσεις στα έργα De libero arbitrio (Περί ελευθερίας της βουλήσεως) και Confessiones (Εξομολογήσεις).
Κατά την παραδοσιακή αυτή θεώρηση, ο Θεός δημιούργησε έναν τέλειο κόσμο. Ο Αδάμ και η Εύα, ως όντα πλασμένα κατ’ εικόνα Θεού, διέθεταν λογικότητα και ηθική φύση. Στην αρχική τους κατάσταση μακαριότητας κατείχαν ελεύθερη βούληση, με την ικανότητα τόσο να πράξουν το αγαθό όσο και να μην αμαρτήσουν. Είχαν τη δυνατότητα να υπακούσουν ή να απορρίψουν κάθε εντολή, συμπεριλαμβανομένης και της θείας. Επιπλέον, είχαν ευλογηθεί με τα δώρα της αθανασίας και της άμεσης γνώσης του Θεού.
Η κακή χρήση της ελεύθερης βούλησης οδήγησε στην πτώση και στη διαμόρφωση ενός έκπτωτου κόσμου. Οι συνέπειες της πτώσης του Αδάμ και της Εύας ήταν:
■ Η Απώλεια του δώρου της αθανασίας
■ Η Απώλεια της γνώσης και της οικειότητας με τον Θεό
■ Η ρήξη της ηθικής των υπόστασης
■ Απώλεια της εσωτερική αρμονίας μεταξύ λογικής και παθών. Τα πάθη τώρα κυριαρχούν στη λογική σκέψη ωθώντας κάποιον στην αμαρτία.
■ Η ικανότητα να μην αμαρτάνουν αντικαταστάθηκε από την ανικανότητα να μην αμαρτάνουν.
■ Η εικόνα του Θεού στον Αδάμ και την Εύα καταστράφηκε, αν και δεν καταστράφηκε εντελώς.
Αυτή η διεφθαρμένη ηθική φύση και η ενοχή της προπατορική αμαρτίας κληρονομήθηκαν στους απογόνους μας.
Αυτή η
κληρονομιά είναι φυσική λόγω της «σπερματική μας ταυτότητας» με τον Αδάμ.
« Είμαστε όλοι σε αυτόν τον έναν άνθρωπο »
« Πράγματι, γεννήθηκα ένοχος, αμαρτωλός όταν με συνέλαβε η μητέρα μου »
« Μπορώ να θέλω το σωστό, αλλά δεν μπορώ να το κάνω. Γιατί δεν κάνω το καλό που θέλω, αλλά το κακό που δεν θέλω είναι αυτό που κάνω »
Ρωμαίους 7:18-20
■ Τα μωρά γεννιούνται «εν αμαρτίαις» και χρειάζονται το χάρισμα του βαπτίσματος (για να απαλλαγούν από αυτήν την ενοχή), ώστε να γίνουν παιδιά του Θεού.
■ Το σύμπαν δεν είναι πλέον όπως το ήθελε ο Θεός. Δεν είναι πλέον ο Παράδεισος. Τώρα πρέπει να σωθεί με τη χάρη του Θεού
μέσω της λύτρωσης.
■ Μέρος της τιμωρίας του Θεού για την αμαρτία του Αδάμ και της Εύας ήταν το φυσικό κακό «Το αιματοβαμμένο πρόσωπο της φύσης» σεισμοί, καταιγίδες, κλπ.
Όλο αυτό το αφήγημα του Αυγουστίνου εισάγει μια σειρά προβλημάτων για το κακό τα οποία ταλανίζουν όλο το χριστιανικό κόσμο μέχρι σήμερα. Ο Αυγουστίνος είναι αυτός που συνέδεσε το κακό με το περίφημο, όπως ονομάσθηκε από τον ίδιο κατά το έτος 396, «Προπατορικό Αμάρτημα» κάτι εντελώς αντίθετο όπως θα δούμε παρακάτω προς την πατερική παράδοση. Εδώ είναι η αμαρτία που «γεννά» το κακό και όχι αντίστροφα.
3.2. Η Θεοδικία του Ειρηναίου
Ο Ειρηναίος, ο σημαντικότερος θεολόγος του δεύτερου αιώνα, σε αντίθεση με τον Αυγουστίνο πίστευε ότι ο Θεός δημιούργησε τους ανθρώπους κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Του, αλλά όχι σε κατάσταση απόλυτης τελειότητας. Το κατ’ εικόνα σημαίνει ότι προικισμένος με νόηση, ηθική, ελευθερία και υπευθυνότητα ενώ το καθ’ ομοίωση σημαίνει ότι είχε την δυνατότητα να επιτύχει ηθική τελειότητα. Ο σκοπός του Θεού δεν ήταν να δημιουργήσει έναν ηδονιστικό παράδεισο, αλλά ένα περιβάλλον όπου ο εσωτερικός εαυτός μας θα διαμορφωθεί και εξελιχθεί μέσω των εμπειριών, των δοκιμασιών και των δυσκολιών της ζωής συμπεριλαμβανομένων και των εμπειριών του κακού δηλαδή ως «ψυχοπλασία» (soul-making). Το κακό, επομένως, είναι απαραίτητο για την ηθική ανάπτυξη.
Χρησιμοποιώντας σύγχρονες σκέψεις, η ανθρωπότητα αναδύεται σε δύο στάδια δημιουργίας:
■ «κατά την εικόνα του Θεού»: Σταδιακή ανάδυση του homo sapiens σε προετοιμασία για μετέπειτα σχέση με τον Θεό.
■ «κατά την ομοίωση του Θεού»: Φτάνουμε μέσω των δικών μας αποφάσεων σε ένα στάδιο που γινόμαστε «Παιδιά του
Θεού».
Γιατί μας δημιούργησε ο Θεός ως όντα ανώριμα και υπανάπτυκτα ηθικά και πνευματικά; Το κακό είναι απαραίτητο
για την ανάπτυξη «δευτερευουσών αρετών» όπως η γενναιότητα δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς την παρουσία πραγματικού
κινδύνου. Η καρτερία δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς την παρουσία δυσκολιών. Η γενναιοδωρία δεν μπορεί να αναπτυχθεί
χωρίς την παρουσία άλλων που έχουν ανάγκη.
Για να επιτύχουμε την ηθική τελείωση οι άνθρωποι πρέπει να έχουν ελεύθερη βούληση. Για να επιτύχουν αυτή την ελεύθερη
βούληση, οι άνθρωποι πρέπει να βιώσουν πόνο και ο Θεός πρέπει να βρίσκεται σε γνωστική απόσταση από την
ανθρωπότητα. Ο Θεός δεν θέλει η ύπαρξή Του να είναι τόσο προφανής ώστε να επιβάλλει την πίστη στους ανθρώπους·
αντιθέτως, αυτοί οφείλουν…
« ...αν με ζητήσετε θα με βρείτε, φτάνει να με αναζητήσετε με όλη σας την καρδιά »
Ιερεμίας 29,13
Επομένως, ο Θεός δημιούργησε τους ανθρώπους ελεύθερους, αλλά ανώριμους και ατελείς, με μια μεγάλη, αλλά μη ανεπτυγμένη ικανότητα για ηθική και πνευματική ανάπτυξη. Μπορεί να μην είναι δυνατό να δημιουργηθεί άμεσα ένα ελεύθερο, νοήμον και ηθικά ώριμο ον. Η ηθική ωριμότητα απαιτεί τον αγώνα ενάντια στον πειρασμό ακόμη και τη συμμετοχή στο κακό. Ο Θεός σίγουρα θα θεωρούσε τα όντα που έχουν αναπτύξει προοδευτικά ηθική πολύ μεγαλύτερο αγαθό από όντα «έτοιμα» πλασμένα με ηθική. Ένα βαθύτερο, πιο ουσιαστικό καλό προκύπτει όταν η αρετή κατακτιέται από ελεύθερα, ηθικά όντα που αγωνίζονται με το κακό, παρά όταν απλώς τους δίνεται ως στοιχείο της σύστασής τους. Ετσι ο Θεός επιτρέπει την ύπαρξη του κακού για να επιφέρει ένα μεγαλύτερο καλό.
« Είμαστε βέβαιοι ότι, αν αγαπά κανείς το Θεό, ο Θεός κάνει τα πάντα να συντελούν στο καλό του.
Αυτό ισχύει για όσους κάλεσε ο Θεός σύμφωνα με το λυτρωτικό του σχέδιο »
Ρωμ. 8,28
Στην σύγχρονη εποχή η ιδέα αυτή επανέρχεται με κύριο εκφραστή, όπως θα δούμε τον φιλόσοφο John Hick.
3.3. Οι Πατέρες της εκκλησίας
Στον αντίποδα του Αυγουστίνου, η Ανατολική Πατερική παράδοση, με εκπροσώπους όπως ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, αποδίδει το κακό στην κτιστότητα και τη φθαρτότητα των όντων, και όχι στην αμαρτία των πρωτόπλαστων. Για τους Έλληνες Πατέρες, το κακό είναι μια φθορά του είναι και όχι ηθικό γεγονός, ενώ η δυνατότητα για αμαρτία πηγάζει από την παρουσία του μηδενός μέσα στην κτίση. Η ανθρώπινη ελεύθερη βούληση παίζει καθοριστικό ρόλο στην ενεργοποίηση του κακού, αλλά η μεταμόρφωση της φύσης και η υπέρβαση του θανάτου είναι δυνατές μέσω της Χάρης του Θεού.
Πιο αναλυτικά στην Πατερική θεολογία τρεις είναι οι κατεξοχήν αιτίες του κακού:
α. Το ίδιο το γεγονός της κτιστότητας και της εκ του μηδενός δημιουργίας, γεγονός που καθιστά την φύση των όντων «ολισθαίνουσα» προς το απόλυτο Μηδέν. Ο Θεός είναι άκτιστος, ο κόσμος κτιστός. Το άκτιστο είναι ελεύθερο από κάθε υπαρκτικό προκαθορισμό ενω το κτιστό υπόκειται σε προδιαγραφές-προκαθορισμούς της ύπαρξης του. Το κάθε υπαρκτό έχει χρονική αρχή και χρονικό πέρας, είναι διαστατό, φθείρεται, πεθαίνει. Ο χρονικός και χωρικός περιορισμός, η φθορά, ο θάνατος
είναι αρνητικοί προκαθορισμοί της ύπαρξης, είναι το κακό. Η φθορά και ο θάνατος είναι εγγενείς στην κτιστότητα διότι τα κτιστά προήλθαν από το μηδέν.
Οι Πατέρες λέγουν ότι είναι τρεπτά τα κτιστά όχι διότι «έπεσε» ο άνθρωπος αλλά διότι προήλθαν από το μηδέν. Η τρεπτότητα οφείλεται στο μηδέν, δεν οφείλεται στην «πτώση του ανθρώπου».
Ο Θεός της Βίβλου και των πατέρων είναι ένας «νικημένος» από την αγάπη Θεός, γι’ αυτό και ελεύθερος, που δημιουργώντας την κτίση εκ του μη όντος αναλαμβάνει και το ρίσκο της κτιστότητάς της, που είναι ο πόνος, η φθορά και ο θάνατος.
β. Η ελεύθερη προαίρεση του ανθρώπου, ο οποίος, ως πρόσωπο, αμαρτάνει ή σφάλλει αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα την ευθύνη των επιλογών του. Το κακό υπάρχει στον κόσμο λόγω της ελευθερίας. Αν δεν υπήρχε ελευθερία δεν θα υπήρχε κακό, δεν θα υπήρχε αμαρτία. Τα ζώα δεν αμαρτάνουν. Μπορεί να κάνουν τις ίδιες πράξεις που χαρακτηρίζονται αμαρτωλές για έναν άνθρωπο αλλά δεν είναι αμαρτωλές για ένα ζώο. Διότι δεν είναι η πράξη που καθιστά αμαρτωλό κάτι, είναι η άσκηση της ελευθερίας. Το ζώο δεν έχει ελευθερία. Συνεπώς ο άνθρωπος ασκώντας την ελευθερία του αμαρτάνει ή δεν αμαρτάνει. Για να είναι θετική-αγαπητική η ανταπόκριση του ανθρώπου στην κλήση της αγάπης του Θεού, προϋποθέτει την αυτοσυνειδησία, τη λογικότητα, την ελευθερία του ανθρώπου — Ελευθερία αυτοκαθορισμού: να μπορεί να δεχθεί αλλά και να αρνηθεί ο άνθρωπος την κλήση της αγάπης του Θεού να προτιμήσει την υπαρκτική αυτονομία-αυτοτέλεια της κτιστής φύσης του.
γ. Ο κόσμος δεν είναι μια μονόπλευρη δημιουργία του Θεού, αλλά ένας διαρκής διάλογος ανάμεσα σε Αυτόν και τον άνθρωπο. H ύπαρξη του κακού οφείλεται εν μέρει σε αυτήν την διαλογική φύση της δημιουργίας. Κάθε θεϊκή παρέμβαση για το καλό απαιτεί την αντίστοιχη θετική ανταπόκριση του ανθρώπου. Χωρίς αυτήν, η θεϊκή βούληση ακυρώνεται. Ο Θεός δεν μπορεί να
επιβάλλει το καλό παρά την θέληση του ανθρώπου. Επομένως, ενεργεί έμμεσα, χρησιμοποιώντας ακόμα και το κακό που προκύπτει από την ανθρώπινη άρνηση, ως μέσο για την υπεράσπιση και την τελική επικράτηση του αγαθού.
Βλέπουμε λοιπόν ότι οι Πατέρες (Άγιοι Μάξιμος και Αθανάσιος) πίστευαν ότι το κακό προέρχεται από μια αρχική "φθορά" μέσα στην ύπαρξη, η οποία γίνεται αμαρτία μόνο αν ο άνθρωπος το επιλέξει ελεύθερα. Αντίθετα, ο Αυγουστίνος υποστήριξε ότι το κακό "εφευρέθηκε" από τους ίδιους τους ανθρώπους (Αδάμ και Εύα) με μια συνειδητή, ηθική απόφαση. Σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, αυτή η πράξη διέφθειρε την ανθρώπινη φύση, καθιστώντας την εγγενώς κακή. Έτσι, οι άνθρωποι κληρονομούν την ενοχή και δεν μπορούν να επιλέξουν το καλό χωρίς την παρέμβαση του Θεού, που δίνει τη χάρη Του σε όποιον Εκείνος επιλέξει. Οι υπόλοιποι είναι καταδικασμένοι. Αυτή η θεωρία περιορίζει σημαντικά την ανθρώπινη ελευθερία, αφού η σωτηρία εξαρτάται αποκλειστικά από τη θεϊκή βούληση.
4. Ο Καλύτερος όλων των Πιθανών Κόσμων: Η Θεοδικία του Leibniz
Δύο μεγάλα προβλήματα ανέκυψαν αργότερα στη Δύση εξαιτίας της διάδοσης των θέσεων του Αυγουστίνου και αυτά είναι το πρόβλημα της υπεράσπισης του Θεού και αυτό της υπεράσπισης της φύσης (του ανθρώπου και του κόσμου). Με το πρώτο ασχολήθηκε ο Γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός Gottfried Wilhelm Leibniz ενώ με το δεύτερο ο Γάλλος φιλόσοφος Jean-Jacques Rousseau. Η θέση του Rousseau επηρέασε τον Διαφωτισμό και οδήγησε, ακραία, στις ιδέες του De Sade και του Nietzsche.
Κεντρικό ζήτημα στη φιλοσοφία του Leibniz είναι η συμφιλίωση της θεϊκής δικαιοσύνης με την ύπαρξη του κακού στον κόσμο. Στο έργο του «Θεοδικία», όρος που ο ίδιος επινόησε από τις ελληνικές λέξεις «θεός» και «δίκη», επιχειρεί να αναπτύξει μια αυστηρά δομημένη και ακλόνητη επιχειρηματολογία προς υπεράσπιση της θεϊκής δικαιοσύνη.
Ο Γερμανός φιλόσοφος Leibniz υποστήριξε ότι ο κόσμος μας είναι «ο καλύτερος από όλους τους δυνατούς κόσμους». Ο Θεός επέλεξε να δημιουργήσει τον κόσμο από έναν άπειρο αριθμό πιθανών κόσμων που υπήρχαν ως ιδέες στο μυαλό του, έναν κόσμο όμως που περιέχει τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό συμβατών τελειοτήτων. "Θεοδικία" (Essais de Théodicée sur la bonté de Dieu, la liberté de l'homme et l'origine du mal - Δοκίμια Θεοδικίας περί της αγαθότητος του Θεού, της ελευθερίας του ανθρώπου και της προελεύσεως του κακού).
Δεδομένου ότι είναι καλός και παντοδύναμος, η καλοσύνη του Θεού θα τον υποχρέωνε να πραγματοποιήσει μόνο τον καλύτερο από όλους τους πιθανούς κόσμους.
Ο Θεός είναι επομένως να είδος «βελτιστοποιητής» (optimizer) όλων των αρχικών δυνατοτήτων. Ο καλύτερος από όλους τους πιθανούς κόσμους δεν σημαίνει έναν κόσμο χωρίς κακό, αλλά μάλλον τον κόσμο με το λιγότερο δυνατό κακό.
Το κακό επομένως είναι μια αναπόφευκτη συνέπεια της δημιουργίας του καλύτερου δυνατού κόσμου. Η ιδέα αυτή συνδέεται άμεσα με την «αρχή του επαρκούς λόγου» του Λάιμπνιτς, η οποία δηλώνει ότι για κάθε γεγονός υπάρχει ένας επαρκής λόγος για τον οποίο συνέβη και όχι κάτι άλλο. Στην περίπτωση της δημιουργίας, ο επαρκής λόγος είναι η βέλτιστη φύση του κόσμου μας, όπως επιλέχθηκε από τον Θεό. Έτσι, ο Θεός παραμένει Άγιος επιτρέποντας αυτό το κακό, επειδή είναι η απαραίτητη συνέπεια της εκπλήρωσης της υποχρέωσης του Θεού να δημιουργήσει τον καλύτερο δυνατό κόσμο που εκπληρώνει τους καλούς σκοπούς του Θεού για τη δημιουργία.
Φαίνεται λοιπόν ότι το καλό και το κακό είναι «πολικές» έννοιες, η καθεμία απαιτεί την ύπαρξη της άλλης. Είναι δύο απαραίτητα αλληλένδετα πράγματα, και ο Θεός, αν και παντοδύναμος, δεν θα μπορούσε να βελτιώσει τον κόσμο με έναν τρόπο χωρίς να τον κάνει χειρότερο με κάποιον άλλο τρόπο. Το κακό θεωρείται επομένως ως απαραίτητη συνέπεια ή παρενέργεια που εμπλέκεται στο σχέδιο του κόσμου. Αν και ο Θεός δεν προκαλεί το κακό, εντούτοις εργάζεται μέσα στο κακό για να φέρει ένα μεγαλύτερο καλό. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στη Γη της Επαγγελίας χωρίς να περάσουμε από την έρημο.
Ο Ελβετός φιλόσοφος Jean-Jacques Rousseau δεν διατυπώνει μια συστηματική θεοδικία με την κλασική έννοια, όπως για παράδειγμα ο Λάιμπνιτς. Δεν προσπαθεί να αποδείξει την ύπαρξη ενός πανάγαθου και παντοδύναμου Θεού παρά την ύπαρξη του κακού στον κόσμο. Αντίθετα, η αντίληψή του για το Θεό και την ανθρώπινη φύση οδηγεί σε μια διαφορετική προσέγγιση του προβλήματος του κακού. Σύμφωνα με τον Ρουσσώ, ο άνθρωπος στη φυσική του κατάσταση είναι εγγενώς καλός και ηθικά αθώος. Το κακό εισέρχεται στον κόσμο με την κοινωνία και την ανάπτυξη της ιδιοκτησίας, που δημιουργούν ανισότητες και διαφθορά. Επομένως, το κακό δεν προέρχεται από τον Θεό, αλλά από την ανθρώπινη δράση και τις κοινωνικές δομές.
Ο Θεός του Ρουσσώ είναι ένας Θεός της φύσης, μια δημιουργική δύναμη που έχει δώσει στον άνθρωπο την ελευθερία και την ικανότητα για αυτοβελτίωση. Δεν επεμβαίνει άμεσα στις ανθρώπινες υποθέσεις, αλλά έχει θεσπίσει φυσικούς νόμους που, αν ακολουθούνταν, θα οδηγούσαν στην ευτυχία. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι επιλέγουν να αγνοήσουν αυτούς τους νόμους και να δημιουργήσουν ένα διεφθαρμένο κοινωνικό σύστημα δεν είναι ευθύνη του Θεού. Ο Ρουσσώ μετατοπίζει την ευθύνη για το κακό από τον Θεό στον άνθρωπο και τις κοινωνικές του δομές. Ο Θεός είναι η πηγή της καλοσύνης και της ελευθερίας, και η ανθρώπινη δυστυχία πηγάζει από την κακή χρήση αυτής της ελευθερίας.
5. Η Θεολογία του γίγνεσθαι (Process Theology): Μια Σύγχρονη Προσέγγιση
Η θεολογία της διαδικασίας ή του γίγνεσθαι είναι μια σύγχρονη θεολογική τάση, στην οποία ορισμένοι Χριστιανοί θεολόγοι έχουν υιοθετήσει ως μεταφυσικό τους πλαίσιο τη φιλοσοφία του Alfred North Whitehead. Είναι μια θεολογία που έχει πολλά κοινά σημεία με την πατερική και την φιλοσοφική προσέγγιση του Leibniz για το κακό.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση υποστηρίζει ότι η θεία παντοδυναμία δεν έχει καταναγκαστικό χαρακτήρα, αλλά εκδηλώνεται ως δύναμη πειθούς. Ο Θεός δεν επιβάλλει το αγαθό στη δημιουργία· αντιθέτως, προσφέρει ένα πεδίο δυνατοτήτων και καθοδηγεί τα πλάσματα προς την πλέον εύλογη και ωφέλιμη επιλογή. Όταν αυτά ακολουθούν διαφορετική πορεία, ο Θεός λαμβάνει υπόψη τις νέες περιστάσεις και διαμορφώνει εκ νέου το φάσμα των δυνατών κατευθύνσεων.
Παράλληλα, η θεία γνώση του μέλλοντος δεν νοείται ως πλήρης προγνώση συγκεκριμένων γεγονότων, αλλά ως επίγνωση ενός μεταβαλλόμενου συνόλου πιθανών εξελίξεων. Καθώς ο κόσμος μετασχηματίζεται από τις επιλογές των πλασμάτων, το εύρος των μελλοντικών ενδεχομένων μεταβάλλεται. Μέσα σε αυτό το δυναμικό πλαίσιο, ο Θεός ενεργεί διαρκώς, αναπροσαρμόζοντας τις δυνατότητες που προσφέρει και προσανατολίζοντας την πορεία του κόσμου προς το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα
Ως προς την δημιουργία του κόσμου, ο Θεός πρέπει να δημιουργήσει κάποιο σύμπαν το οποίο πρέπει να έχει μια συγκεκριμένη δομή, ένα σύμπαν συμβατό με την φύση Του η οποία εκφράζεται από την αγαθότητα και τη σοφία Του.
Η θεία βούληση δεν αντιμετωπίζει την επιλογή ανάμεσα στο να μας δημιουργήσει σε αυτό το σύμπαν ή σε κάποιο «καλύτερο», διότι η ύπαρξή μας είναι δυνατή μόνο εντός των ορίων και των νόμων του κόσμου που επιλέγει να φέρει σε ύπαρξη.
Η επιλογή Του έγκειται στο αν θα επιτρέψει σε αυτό το συγκεκριμένο σύμπαν να υπάρξει, με τα όντα που αυτό συνεπάγεται, ή αν θα δημιουργήσει άλλου είδους πλάσματα σε διαφορετικό κοσμικό πλαίσιο.
Εφόσον ο Θεός θελήσει να δημιουργήσει αυτό το σύμπαν, οι ενέργειές Του τελούν υπό την αναγκαιότητα που επιβάλλει η φύση και η τάξη που ο ίδιος θέτει στον κόσμο, χωρίς όμως να περιορίζεται η θεία αγαθότητα ή η κυριαρχία Του. Έτσι αυτό το σύμπαν θα έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
Η ανοιχτότητα του σύμπαντος
Η ανοιχτότητα του σύμπαντος δείχνει ότι η πραγματικότητα δεν είναι απολύτως ντετερμινιστική· εμπεριέχει δυνατότητα, αυθορμητισμό και απροσδιοριστία — όπως υποδεικνύει και η κβαντομηχανική. Ένα τέτοιο σύμπαν δεν είναι μηχανικό αλλά δυναμικό, φανερώνοντας έναν Θεό όχι ως στατικό «ωρολογοποιό», αλλά ως ζωντανή πηγή ύπαρξης και δημιουργικότητας.
Η δημιουργία, κατά τη χριστιανική θεώρηση, δεν είναι αναγκαστική εκπόρευση αλλά εκούσια πράξη αγάπης. Ο Θεός δημιουργεί εκ του μη όντος όχι για να επιβάλει το Αγαθό, αλλά για να το προσφέρει ως δωρεά ελευθερίας. Η θεία αγάπη αφήνει χώρο για το ανθρώπινο πρόσωπο, τη φυσική αυτονομία και το ίδιο το γίγνεσθαι της δημιουργίας.
Όπως λέει ο Γρηγόριος Νύσσης, ο άνθρωπος είναι «ἀεὶ γινόμενον» — η ύπαρξη είναι πορεία προς το Είναι, αντανάκλαση της θείας ελευθερίας.
Ένα ανοιχτό και μη προκαθορισμένο σύμπαν προϋποθέτει όμως πραγματική δυνατότητα απόκλισης· το κακό, επομένως, δεν είναι θετική ουσία, αλλά παρέκκλιση της ελευθερίας από την πηγή του νοήματός της. Κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, η αμαρτία συνίσταται στην «παρά φύσιν κίνησιν» του θελήματος· και τούτο είναι δυνατό μόνον σε ένα σύμπαν που επιτρέπει την ύπαρξη του «παρά φύσιν».
Ο Θεός, δημιουργώντας ανοιχτά, παραιτείται από τον απόλυτο έλεγχο, επιτρέποντας στα όντα να συνυπάρχουν με αυτονομία. Το κακό, επομένως, δεν είναι θετική ουσία, αλλά αποτυχία της ελευθερίας να στραφεί προς το Αγαθό.
Ένας κόσμος πραγματικά ελεύθερος προϋποθέτει αυτή την πιθανότητα — αλλιώς η δημιουργία θα ήταν μηχανική αντανάκλαση, όχι ζωντανή κοινωνία προσώπων.
Νομοτελειακό σύμπαν
Η ύπαρξη φυσικών νόμων —της τάξης και κανονικότητας της φύσης— αντανακλά τη θεία σοφία και λογικότητα. Όπως διδάσκει ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Θεός δημιούργησε τα πάντα «κατὰ λόγον»: κάθε ον έχει τον λόγο της ύπαρξής του, μια εσωτερική αρχή τάξης. Οι φυσικοί νόμοι είναι αντανάκλαση αυτών των «λόγων των όντων», εκφράζοντας τη νοητή συνοχή της δημιουργίας.
Η νομοτελειακή δομή δεν αναιρεί την ελευθερία αλλά τη θεμελιώνει· μόνο μέσα σε σταθερούς νόμους μπορεί να υπάρξει δημιουργία, εξέλιξη και σχέση. Στη φιλοσοφία της διαδικασίας, κάθε γεγονός είναι γίγνεσθαι που ενσωματώνει έναν «αισθητό λόγο». Ο Θεός είναι ο νους του σύμπαντος όχι ως μηχανικός σχεδιαστής, αλλά ως λογικό υπόβαθρο της δυνατότητας — ο «λόγος της τάξης», κατά τον Whitehead, που συγκρατεί τα γεγονότα σε συνεκτικά μοτίβα.
Έτσι, η νομοτέλεια της φύσης εκφράζει τον Θεό όχι ως εξωτερικό επιβολέα, αλλά ως εσωτερική αρχή συνοχής και σοφίας.
«Πάντα δι’ Αυτού ἐγένετο»
(Ιω. 1:3)
Ο Λόγος είναι η πνοή νοήματος που θεμελιώνει την ύπαρξη. Η ίδια αυτή σταθερότητα, όμως, επιτρέπει και το φυσικό κακό. Οι νόμοι της φύσης λειτουργούν ουδέτερα: η φωτιά θερμαίνει αλλά και καίει, η βαρύτητα συγκρατεί αλλά και συντρίβει. Αυτή η ουδετερότητα δεν είναι απουσία Θεού, αλλά αναγκαία συνθήκη για έναν συνεπή και γνωρίσιμο κόσμο. Ένας κόσμος όπου οι νόμοι θα μεταβάλλονταν για να αποτρέψουν κάθε πόνο, θα ήταν ασταθής και μη κατοικήσιμος.
Η νομοτέλεια, λοιπόν, δεν είναι μηχανισμός αλλά έκφραση της θείας σοφίας· το τίμημα της συνοχής είναι η δυνατότητα οδύνης μέσα σε έναν κόσμο που λειτουργεί.
Αναδυτικά εξελισσόμενο σύμπαν
Η δημιουργία δεν είναι στατική αλλά δυναμική. Από την άψυχη ύλη αναδύονται ανώτερα επίπεδα ύπαρξης — ζωή, νόηση, συνείδηση. Αυτή η αναδυτικότητα αντανακλά τη θεία ζωντάνια και την εσχατολογική κατεύθυνση του κόσμου. Ο Θεός δεν δημιουργεί μόνο «όντα», αλλά δυνατότητες που ενεργοποιούνται μέσα στην ιστορία, καθώς
«ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται»
(Ιω. 5:17)
Ο Γρηγόριος Νύσσης μιλά για τη συνεχή δημιουργική ενέργεια του Θεού και την «ἀεί αύξησιν» της ψυχής, ενώ ο Μάξιμος Ομολογητής βλέπει όλη την κτίση να κινείται προς τη θέωση — την ένωση με τον Θεό χωρίς σύγχυση. Κατά τον Teilhard de Chardin, η εξέλιξη τείνει προς το «Ωμέγα Σημείο», όπου ο Θεός δεν είναι μόνο η αρχή αλλά και ο έσχατος σκοπός της δημιουργίας. Ο Whitehead, αντίστοιχα, μιλά για τον Θεό ως «lure for feeling» — όχι εξαναγκασμό, αλλά έλξη προς πληρότητα και αρμονία.
Η ανάδυση της συνείδησης δεν είναι τυχαίο φαινόμενο, αλλά κοσμική θεοφάνεια: η δημιουργικότητα του Θεού που γίνεται αυτοσυνείδητη μέσα στον άνθρωπο, ο οποίος καλείται να ανακεφαλαιώσει τα πάντα «ἐν Χριστῷ». Η αναδυτικότητα φανερώνει έναν Θεό που δεν ολοκλήρωσε τη δημιουργία, αλλά τη συνοδεύει δυναμικά προς το πλήρωμά της.
Το κακό, μέσα σε αυτή την πορεία, δεν είναι μόνιμη πραγματικότητα αλλά τραγωδία του ανολοκλήρωτου· όπως κάθε γέννηση συνοδεύεται από πόνο, έτσι και η δημιουργία «γεννάται» προς το Αγαθό. Η αναδυόμενη πορεία της ύπαρξης αποκαλύπτει ότι το κακό δεν είναι τελική κατάσταση, αλλά στάδιο ατέλειας μέσα στην κίνηση της δημιουργίας προς τη θέωση. Με τη Σταύρωση και την Ανάσταση, ο Χριστός δείχνει ότι ο πόνος μπορεί να μεταμορφωθεί σε πέρασμα προς ζωή.
Η αναδυόμενη φύση του κόσμου, λοιπόν, μαρτυρεί έναν Θεό που ελκύει την κτίση προς πληρότητα — τον ζωντανό πυρήνα κάθε εξέλιξης.
Αλληλένδετο σύμπαν
Η καθολική αλληλεξάρτηση όλων των όντων —από τα στοιχειώδη σωματίδια έως τους γαλαξίες— αντανακλά τη θεία ενότητα και αγάπη. Τίποτα δεν υπάρχει αυτάρκες· όλα υπάρχουν εν σχέσει, όπως και ο Θεός υπάρχει ως κοινωνία προσώπων — Πατήρ, Υιός και Πνεύμα. Η δημιουργία, ως εικόνα του Τριαδικού Θεού, φέρει μέσα της αυτή τη σχεσιακή δομή: το είναι σημαίνει μετοχή.
Η θεολογική παράδοση ονομάζει αυτή τη διάσταση περιχώρηση — ενότητα χωρίς σύγχυση, όπου το Όλον υπάρχει μέσα στα μέρη και τα μέρη μέσα στο Όλον. Παρόμοια, η σύγχρονη φυσική και η φιλοσοφία της διαδικασίας βλέπουν την πραγματικότητα ως δίκτυο σχέσεων: «να υπάρχει σημαίνει να σχετίζεσαι» (Whitehead). Ο Θεός δεν είναι απομονωμένος Δημιουργός, αλλά σχεσιακή παρουσία που συμμετέχει στον κόσμο.
Η διασυνδεσιμότητα αυτή φωτίζει και το μυστήριο του κακού. Επειδή όλα αλληλεπιδρούν, οι συνέπειες κάθε πράξης διαχέονται: η ζωή προϋποθέτει αμοιβαιότητα, αλλά και σύγκρουση· η τροφή του ενός είναι ο θάνατος του άλλου. Η ανθρώπινη αμαρτία δεν μένει ιδιωτική, αλλά έχει κοσμικές επιπτώσεις
«πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει»
(Ρωμ. 8:22)
Ο Θεός δεν αναιρεί αυτή την ενότητα· μέσα της, όμως, ο πόνος μεταμορφώνεται σε κοινωνία. Η λύτρωση είναι συλλογική, όχι ατομική. Το κακό δεν είναι ξένο σώμα μέσα στον κόσμο, αλλά ρήγμα στη σχέση.
Η διασυνδεσιμότητα της δημιουργίας καθιστά το κακό συλλογικό τραύμα — κάθε ρήξη στη σχέση διαπερνά το όλον, όπως η αμαρτία διαπερνά τον άνθρωπο και την κτίση — και θεραπεύεται μόνο μέσω της σχέσης, δηλαδή μέσω της αγάπης.
Βλέπουμε λοιπόν ότι το σύμπαν, όπως το περιγράφει η επιστήμη και το βιώνει ο άνθρωπος, είναι εικόνα του Θεού εν κινήσει. Δεν είναι μηχανή, αλλά κοινωνία δημιουργημάτων που υπάρχει από και προς τον Θεό.
Η ανοιχτότητά του φανερώνει τη θεία ελευθερία,
η νομοτέλεια τη θεία σοφία,
η διασυνδεσιμότητα την τριαδική κοινωνία,
και η αναδυτικότητα την εσχατολογική του φορά — τη μέθεξη στη Θεία Ζωή.
Είναι φανερόν λοιπόν ότι και αυτή η θεολογία προσπαθώντας να προσεγγίσει το κακό φανερώνει τα ορία της. παρά τη γοητεία της ερμηνείας ενός Θεού που συμπορεύεται με τον κόσμο και συν-υφίσταται την τραγικότητά του, αφήνει το κακό εν μέρει «ανεξήγητο» εξαιτίας της αδυναμίας της να θεμελιώσει μια ουσιαστική θεία νίκη επί της οδύνης. Ένας Θεός που δεν δύναται να υπερβεί τις διαδικασίες του γίγνεσθαι, αλλά μόνο να τις επηρεάσει, κινδυνεύει να γίνει τελικά ανίσχυρος ενώπιον του κακού.
6. Σύγχρονες θεολογικές προσεγγίσεις
Κλασικοί υποστηρικτές αυτού του χώρου είναι ο Alvin Platinga (Η Υπεράσπιση της Ελευθερίας - Free Will Defense) και John Hick (Η «Ψυχοπλαστική» θεώρηση - Soul-making).
Καθεμία από τις θεοδικίες απαντά σε διαφορετικές πτυχές του προβλήματος του κακού:
• Ο Plantinga εστιάζει στην ηθική ευθύνη.
• Ο Hick προσφέρει μια κοσμοθεωρία ηθικής ωρίμανσης.
Η απάντηση που συχνά δίνεται από τον Alvin Plantinga— είναι ότι το κακό είναι συνέπεια της ελευθερίας: ο Θεός επιτρέπει την ύπαρξη του κακού επειδή θέλει να υπάρχει αληθινή ελευθερία. Αν επενέβαινε συνεχώς, η ελευθερία θα καταστρεφόταν.
Όμως, όπως σωστά παρατηρούμε, τι σχέση έχει αυτό με ένα βρέφος που πεθαίνει από καρκίνο; Το βρέφος δεν επέλεξε. Δεν άσκησε καμιά ελευθερία. Δεν είναι ηθικός δρων με επίγνωση του καλού και του κακού. Άρα η ελευθερία δεν φαίνεται να εξηγεί τίποτα εδώ. Γι’ αυτό και πολλοί θεωρούν ότι το κακό των αθώων είναι η πιο μεγάλη πρόκληση για τον θεϊσμό.
Η ιδέα της ηθικής τελείωσης, όπως αυτή διατυπώθηκε από τον Ειρηναίο, επανεμφανίζεται στη σύγχρονη θεολογία και φιλοσοφία της θρησκείας μέσω του έργου του John Hick. Ο Hick υποστηρίζει ότι ο κόσμος αποτελεί ένα «πεδίο διαμόρφωσης ψυχής» (vale of soul-making), εντός του οποίου η ύπαρξη του κακού και της οδύνης επιτρέπει την ηθική και πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου. Κατά τον ίδιο, ο Θεός δεν δημιουργεί εξαρχής ηθικά τέλεια όντα, αλλά όντα ικανά να εξελιχθούν προς την τελείωση μέσω της εμπειρίας, της δοκιμασίας και της προσωπικής ευθύνης. Η ελευθερία και η δυνατότητα επιλογής αποτελούν θεμελιώδη προϋπόθεση αυτής της διαδικασίας, καθώς χωρίς πραγματική δυνατότητα σφάλματος δεν θα μπορούσε να υπάρξει αυθεντική ηθική πρόοδος.
Παρά τη φιλοσοφική της συνοχή, η θεοδικία του Hick έχει δεχθεί έντονη κριτική. Ιδίως όταν τίθεται αντιμέτωπη με τον άσκοπο και δυσανάλογο πόνο των αθώων. Εκεί φαίνεται να αποτυγχάνει να δώσει ικανοποιητική απάντηση. Σε περιπτώσεις όπως ο βασανιστικός θάνατος ενός μικρού παιδιού, η επίκληση παιδαγωγικής ή σωτηριολογικής αξίας του πόνου καθίσταται ηθικά προβληματική. Ένα παιδί που δεν έχει ακόμη αναπτύξει ηθική συνείδηση ή βούληση δεν μπορεί να ωφεληθεί υπαρξιακά από την οδύνη του.
Η εμπειρία του πόνου, σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν συμβάλλει ούτε στη δική του τελείωση ούτε μπορεί να θεωρηθεί μέσο θεϊκής αγωγής. Πού είναι ο Θεός όταν πεθαίνει ένα βρέφος χωρίς συνείδηση, χωρίς νόημα, χωρίς καμία μαθησιακή εμπειρία; Την ίδια ένσταση διατυπώνει, με δραματική ένταση, ο Ιβάν Καραμάζοφ στον Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι. Στο έργο Αδελφοί Καραμάζοφ, ο Ιβάν εκθέτει στον αδελφό του Αλιόσα περιστατικά βασανισμού παιδιών και δηλώνει:
«Όχι, δεν πρόκειται να φιλήσω τη ράβδο, όπως λέει η ευχή. Δεν θέλω αρμονία. Για χάρη της ανθρωπότητας δεν αξίζει ένα δάκρυ ενός αθώου παιδιού. Δεν αποδέχομαι το εισιτήριο»
Η στάση του Ιβάν δεν συνιστά άρνηση της ύπαρξης του Θεού, αλλά ηθική απόρριψη της θεϊκής οικονομίας που προϋποθέτει τον πόνο των αθώων ως μέσο σωτηρίας. Πρόκειται για μια διαμαρτυρία απέναντι σε κάθε θεοδικία που επιχειρεί να εντάξει την αδικία σε ένα ευρύτερο «σχέδιο» αρμονίας ή τελείωσης. Ακόμη και αν ο Θεός αποκαταστήσει μεταθανάτια το παιδί στη Βασιλεία Του, ο πόνος του έχει ήδη υπάρξει· η οδύνη δεν αναιρείται εκ των υστέρων.
Στο σημείο αυτό, η προβληματική της θεοδικίας αγγίζει τα όρια του λογικού στοχασμού. Ο Søren Kierkegaard θα υποστήριζε ότι το σκάνδαλο του αθώου πόνου δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με διανοητικά μέσα. Εκεί όπου η λογική και η ηθική αδυνατούν να δώσουν απάντηση, αναδύεται η πίστη — όχι ως δόγμα, αλλά ως άλμα στο παράλογο. Όπως ο Αβραάμ οδηγεί τον Ισαάκ στο θυσιαστήριο χωρίς καμία ορθολογική δικαίωση, έτσι και ο άνθρωπος μπροστά στον Θεό καλείται να υπερβεί την κατανόηση μέσω εμπιστοσύνης.
Όπως σημειώνει ο Kierkegaard:
«Ηθική και λογική απέναντι στον Θεό σιωπούν. Ο μόνος λόγος είναι η πίστη»
Η πίστη, συνεπώς, δεν προσφέρει ερμηνεία του κακού· αποτελεί υπαρξιακή στάση απέναντί του. Δεν εξηγεί τον κόσμο, αλλά τον αντέχει — λέγοντας: «Εμπιστεύομαι, παρόλο που δεν κατανοώ.»
7. H Μεταμόρφωση της Θεολογίας μετά το Άουσβιτς: Προς μια Θεολογία του Σταυρού
Το Ολοκαύτωμα αναμφίβολα υπήρξε η πιο σκοτεινή στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας, προϊόν της νεωτερικότητας όπου η τεχνοκρατική λογική συνδυάστηκε με τον ιδεολογικό φανατισμό. Αποκάλυψε τη σιωπή του Θεού μπροστά στη φρίκη, μετατρέποντας το ερώτημα «Πού ήταν ο Θεός στο Άουσβιτς;» σε κεντρικό θεολογικό και υπαρξιακό ζήτημα.
Στις στάχτες των κρεματορίων, το κακό πήρε ανθρώπινη μορφή, ανατρέποντας τις παραδοσιακές θεοδικίες. Αν το κακό πηγάζει από την ανθρώπινη ελευθερία, γιατί ο Θεός δεν επενέβη; Και πώς να δεχθεί κανείς ότι ένα τέτοιο γεγονός θα μπορούσε να «χρησιμοποιηθεί» για καλό; Το Άουσβιτς παραμένει έτσι ανοιχτό τραύμα — ιστορικό και θεολογικό — όπου το ερώτημα για τον Θεό δεν βρίσκει οριστική απάντηση.
Το Άουσβιτς έγινε ένα ρήγμα μέσα στην ιστορία και στη θεολογία· ένα σημείο όπου οι παλαιές βεβαιότητες σωπαίνουν. Από αυτό το χάσμα αναδύθηκαν νέες θεολογικές φωνές (Moltmann, Simone Weil, του Bonhoeffer), που τόλμησαν να σταθούν απέναντι στο αδιανόητο και να αναζητήσουν λόγο μέσα στη σιωπή του Θεού. Όλες αυτές οι προσεγγίσεις συγκλίνουν σε εκείνο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «θεολογία του Σταυρού».
Η θεολογία του Σταυρού δεν προσπαθεί να «δικαιώσει» τον Θεό, αλλά να δείξει ότι Εκείνος βρίσκεται μέσα στο ανθρώπινο «γιατί». Ο Θεός δεν εξηγεί το κακό· το προσλαμβάνει και το μεταμορφώνει. Ο Σταυρός είναι ο τόπος όπου ο Θεός συμμετέχει στον πόνο του κόσμου — όχι ως απρόσιτη δύναμη, αλλά ως μετοχικός και παθητός Θεός. Δεν παραμένει αποστασιοποιημένος θεατής του ανθρώπινου πόνου και της αδικίας, αλλά εισέρχεται ο ίδιος στην ανθρώπινη ιστορία και υφίσταται τον πόνο και τον θάνατο στο πρόσωπο του Χριστού.
Εν προκειμένω, η απάντηση στον Θεοδικητικό προβληματισμό (πώς δύναται να συνυπάρχουν ένας πανάγαθος, παντοδύναμος Θεός και το κακό) δεν είναι λογική αλλά σταυρική: ο Θεός δεν εξηγεί το κακό, αλλά το μεταμορφώνει.
Ο Σταυρός μαρτυρεί και κάτι ακόμη, πως η ελευθερία του ανθρώπου ―ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αγάπη― επιτρέπει την ύπαρξη του κακού, αλλά δεν έχει τον τελευταίο λόγο. Η ανάσταση του Εσταυρωμένου φανερώνει πως ακόμη και η πιο σκοτεινή έκφανση του κακού μπορεί να υπερβαθεί μέσα σε έναν κόσμο που τελεί υπό τη θεία πρόνοια και αγάπη.
Αυτό εκφράζεται στην κεντρική σκέψη του Jürgen Moltmann, ενός από τους σημαντικότερους προτεστάντες θεολόγους του 20ού αιώνα και διατυπώνεται στο έργο του «Θεολογία της Ελπίδας» (Theology of Hope, 1964). Η χριστολογική ελπίδα δεν σταματά στον Σταυρό· κορυφώνεται στην Ανάσταση και κατευθύνεται προς τα Έσχατα. Η Ανάσταση του Χριστού δεν είναι απλώς ένα θαύμα, αλλά πρώτη πράξη της ερχόμενης αποκατάστασης όλης της δημιουργίας. Ο Χριστός δεν σώζει απλώς δια της θυσίας Του, αλλά ανοίγει τον κόσμο προς το μέλλον του Θεού, το οποίο είναι η πλήρης ανακαίνιση και σωτηρία της δημιουργίας.
Στο έργο του Ο Εσταυρωμένος Θεός (The Crucified God, 1972), ο Moltmann γράφει ότι ο Θεός δεν παραμένει υπερβατικά αποστασιοποιημένος από το ανθρώπινο δράμα, αλλά ενσαρκώνει τη θεία παρουσία μέσα στην ίδια την ιστορική οδύνη. Η φράση του ότι «ο Θεός ήταν στο Άουσβιτς» αποτελεί ίσως την πιο τολμηρή και ανατρεπτική διατύπωσή του, σφυρηλατημένη μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στα στρατόπεδα αιχμαλώτων.
Με αυτή τη φράση ο Moltmann απορρίπτει κάθε σύλληψη ενός Θεού που συμπορεύεται με την ισχύ ή μένει αμέτοχος στις φρικαλεότητες της ιστορίας. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι στα στρατόπεδα εξόντωσης ο Θεός ταυτίστηκε με τα θύματα και βρέθηκε εκεί όπου ο ανθρώπινος πόνος έφτανε στο ακρότατο όριό του. Ο Θεός ήταν μαζί με τους αθώους που υπέφεραν και εξοντώθηκαν. Στο Άουσβιτς, ο Θεός δεν ήταν απών, αλλά σταυρωνόταν ξανά μέσα στον πόνο των θυμάτων.
Ο Ελιέζερ Βίζελ, Εβραίος συγγραφέας ρουμανικής καταγωγής και τιμημένος με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1986, επέζησε της φρίκης του Άουσβιτς, όπου κρατήθηκε σε ηλικία δεκαπέντε ετών. Στο έργο του «Νύχτα» αφηγείται με συγκλονιστική λιτότητα την εμπειρία του από τις εκτελέσεις των κρατουμένων. Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα περιγράφεται η αγχόνη δύο ανδρών και ενός παιδιού. Οι άνδρες πέθαναν γρήγορα, ενώ το παιδί συνέχιζε να σπαρταρά για μισή ώρα, μπροστά στα μάτια των κρατουμένων. Κάποιος τότε ρώτησε με απόγνωση:
«Για τ’ όνομα του Θεού, πού είναι ο Θεός;»
Μέσα του, ο Βίζελ άκουσε την απάντηση:
«Πού είναι; Εδώ είναι — κρέμεται σ’ αυτές τις αγχόνες.»
Η φράση αυτή δεν αποτελεί εξήγηση του κακού, αλλά μαρτυρία της παρουσίας του Θεού εκεί όπου φαίνεται αδύνατη. Ο Θεός δεν παρεμβαίνει για να εξαλείψει τον πόνο, αλλά τον συν-υποφέρει, μετέχοντας στην ανθρώπινη οδύνη.
Παρόμοια υπαρξιακή προβληματική παρατηρείται στον Ντοστογιέφσκι, ειδικά στον «Μεγάλο Ιεροεξεταστή», όπου τίθεται το ερώτημα αν αξίζει η σωτηρία του κόσμου, δεδομένου ότι στηρίζεται στο δάκρυ ενός αθώου παιδιού. Ο Χριστός δεν απαντά με λόγια ούτε αντεπιτίθεται. Αντίθετα, τον αγγίζει με τρυφερότητα και τον φιλάει σιωπηλά. Ο Χριστός δεν «επιβάλλει» λογική απάντηση στον Ιεροεξεταστή ούτε εξαλείφει το κακό, αλλά δείχνει την παρουσία Του μέσω της σιωπηλής αγάπης και της ταύτισης με τον πόνο. Δεν ακυρώνει τον πόνου, αλλά μέσω της παρουσίας του μετέχει σε αυτό το δάκρυ.
8. Γονοκεντρισμός: Το Νέο Πρόσχημα του Κακού στην Εποχή της Βιοτεχνολογίας
Τέλος, η εξέταση του προβλήματος του κακού δεν θα ήταν ολοκληρωμένη χωρίς την αναφορά στις σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις, ιδίως από τον χώρο της ψυχολογίας και των νευροεπιστημών. Στο πλαίσιο του ορθολογισμού που χαρακτηρίζει τη μετανεωτερική εποχή, αναδύεται ένας νέος θεωρητικός προβληματισμός σχετικά με τις φυσικές και βιολογικές διαστάσεις του κακού, με ιδιαίτερη έμφαση στη Γενετική.
Η πρόοδος της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας ενίσχυσε την τάση να αναζητηθούν οι ρίζες της επιθετικότητας και της ηθικής παρεκτροπής μέσα στην ίδια την ανθρώπινη φύση, χωρίς καταφυγή σε υπερφυσικές ή εξωτερικές αιτιολογήσεις. Ως αποτέλεσμα, το κακό προσεγγίζεται —έστω εν μέρει— ως εγγενές χαρακτηριστικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς, το οποίο επιχειρείται να εξηγηθεί μέσω επιστημονικών παραμέτρων και μηχανισμών.
Το κακό δεν είναι μια εξωτερική ή υπερφυσική δύναμη, αλλά μια ενσωματωμένη πτυχή της φύσης που αντικατοπτρίζει τις σκληρές πραγματικότητες της εξέλιξης και της επιβίωσης. Μια τάση εξετάζει την ηθική υπό το πρίσμα της εξελικτικής ψυχολογίας υποστηρίζοντας ότι κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά, ακόμα και η ηθική, πηγάζει από την εξελικτικά διαμορφωμένη επιθυμία για επιβίωση, όπως αυτή καθορίζεται από τη φυσική επιλογή. Χρησιμοποιώντας τη θεωρία του Δαρβίνου, δείχνει πώς η φυσική επιλογή διαμόρφωσε όχι μόνο το σώμα μας, αλλά και τον τρόπο σκέψης, τα συναισθήματα και τις κοινωνικές μας σχέσεις. Η ηθική, όπως την αντιλαμβανόμαστε, αντιτίθεται στην εξελικτική λογική, η οποία καθορίζεται από τα γονίδια και το περιβάλλον.
Τα γονίδια είναι αυτά που επιδιώκουν την επιβίωση με κάθε τρόπο, κυρίως μέσω: 1) Εχθρότητας προς τους ξένους, 2) Συνεργασίας με τους οικείους και 3) Εξαπάτησης. Η αποδοχή αυτής της εξελικτικής βάσης της ηθικής, καταλήγει, θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη ανοχή και κατανόηση.
Για μερικούς ακόμη και η αλτρουιστική συμπεριφορά και η αυτοθυσία σε αυτή την οπτική, ερμηνεύεται ως μια μορφή εξελικτικά ωφέλιμου εγωισμού, γενετικά προσδιορισμένη ενω για άλλους ισως αποτελεί μια μικρή απόκλιση απο την φυσική επιλογη και μια ανεπαίσθητη, αλλά ουσιαστική, διαφορά μεταξύ ανθρώπων και ζώων.
9. Επίλογος
Το κακό στέκει μπροστά μας σαν σκιά αρχέγονη, αμετακίνητη, μια λεπτή χαραμάδα στον ιστό του κόσμου από όπου διαρρέει ο πόνος. Κανένα επιχείρημα δεν το περιορίζει, καμία θεοδικία δεν το υποτάσσει. Μένει εκεί, σαν ρωγμή στη γη που δεν λέει να κλείσει υπενθυμίζοντας την τρωτότητα της ύπαρξής μας. Και όλες οι προσπάθειες του ανθρώπου —φιλοσοφικές, θεολογικές, επιστημονικές— φτάνουν κάποτε στον ίδιο τοίχο σιωπής: ένα μυστήριο που αντιστέκεται στις αναλύσεις μας. Το Άουσβιτς, ο παιδικός πόνος, οι τυφλές δυνάμεις της φύσης, όλα δείχνουν ότι το αίνιγμα παραμένει ανοικτό, σαν πληγή που συνεχίζει να αιμορραγεί μέσα στον κόσμο.
Από τους πρώτους στοχαστές ως τη σύγχρονη επιστήμη, και από τον Πλάτωνα έως τους ερμηνευτές του σταυρικού μυστηρίου, η ανθρώπινη σκέψη παλεύει να αρθρώσει μια λέξη που να σταθεί απέναντι στην οδύνη. Μα κάθε λόγος φωτίζει μόνο μια πλευρά· το βάθος του κακού μένει απρόσιτο. Η ιστορία της αναζήτησης νοήματος είναι ιστορία ανθρώπων που πορεύονται μέσα σε έναν κόσμο όπου η ελπίδα και η τραγικότητα συμβαδίζουν, όπως το φως και η σκιά στην ίδια γραμμή.
Εκεί, μέσα σε αυτή τη γραμμή που πάλλεται ανάμεσα στο νόημα και στην άβυσσο, υψώνεται ο Σταυρός. Η θεολογία του Σταυρού δεν τοποθετεί τον Θεό πάνω από το κακό, αλλά μέσα στον χώρο του. Ο Θεός δεν σώζει από τον πόνο, αλλά μέσα στον πόνο. Δεν στέκει υπεράνω του πόνου, αλλά μπαίνει μέσα στην ίδια την τραγικότητα της κτίσης, προσλαμβάνοντας τον πόνο και τη φθορά μέχρι τέλους.
Ο Σταυρός γίνεται η σιωπηλή απάντηση του Θεού στη σκοτεινή ρωγμή του κόσμου. Δεν μιλά, απλώς στέκει. Και στην σιωπή του δηλώνει κάτι παράδοξο: ότι ο Θεός δεν νίκησε το κακό σπάζοντάς το, αλλά αφήνοντάς το να Τον αγγίξει. Άφησε τον πόνο να Τον διαπεράσει σαν καρφί, άφησε την εγκατάλειψη να γίνει μέρος του σώματός Του, άφησε το σκοτάδι να κυκλώσει την ίδια Του την ανάσα. Όχι για να υποταχθεί —αλλά για να μεταμορφώσει τη νύχτα από μέσα.
Η Ανάσταση δεν ακυρώνει τον Σταυρό, τον φέρει μέσα της όπως η αυγή φέρει τη νύχτα που την γέννησε. Δεν υπόσχεται έναν κόσμο χωρίς πόνο, αλλά έναν πόνο που δεν έχει πια την τελευταία λέξη. Αν το κακό είναι το βάθος της κτιστότητας, η Ανάσταση είναι το βάθος της θείας πιστότητας. Ο Θεός δεν απαντά στο «γιατί» του κακού με αποδείξεις, αλλά με την υπόσχεση ότι τίποτε από όσα συντρίβουν τον άνθρωπο δεν μένει έξω από την αγκαλιά της σωτηρίας.
Έτσι, η θεολογία του Σταυρού δεν δίνει λύση στο πρόβλημα του κακού. Προσφέρει όμως έναν τρόπο να σταθούμε ενώπιόν του χωρίς απελπισία. Μπροστά στο σκοτάδι της ιστορίας, ο Εσταυρωμένος και Αναστημένος δεν προσφέρει εξήγηση, αλλά παρουσία· όχι μια θεοδικία που τακτοποιεί το αίνιγμα, αλλά μια θεολογία που αντέχει το βάρος της ανθρώπινης τραγικότητας. Ο Θεός δεν αιτιολογεί το κακό — το σηκώνει μαζί μας.
Το κακό δεν λύνεται με αφηρημένες αρχές· λύνεται, όσο μπορεί να λυθεί, μέσα στην ιστορία του ίδιου του Θεού. Η σταυρική κένωση είναι η ύψιστη μορφή αγάπης: μια αγάπη που δεν κυριαρχεί, αλλά συνοδοιπορεί, μια αγάπη που δεν απομακρύνει το κακό, αλλά το αγκαλιάζει — για να το μεταμορφώσει από μέσα.
Παραπομπές
1. Αυγουστίνος, Η Πόλη του Θεού.
De libero arbitrio (Περί ελευθερίας της βουλήσεως) και Confessiones (Εξομολογήσεις).
2. Ειρηναίος, Κατά Αιρέσεων.
3. Λάιμπνιτς, Γ.Β., Θεοδικία.
4. Hick, John, Evil and the God of Love.
5.
6. Process Theology, Stanford Encyclopedia of Philosophy.
7. Γιούργκεν Μόλταν
«Θεολογία της Ελπίδας» (Theology of Hope, 1964).«Θεολογία της Ελπίδας» (Theology of Hope, 1964).
8.
Augustine. Confessiones. Various editions.
Augustine. De Libero Arbitrio. Various editions.
Athanasius of Alexandria. On the Incarnation. SVS Press, 1993.
Irenaeus. Against Heresies. Translated by Alexander Roberts and James Donaldson, ANF Vol. 1, Christian Literature Publishing Co., 1885.
Lactantius. De Ira Dei.
Maximus the Confessor. Ambigua. Translated by Nicholas Constas, Harvard University Press, 2014.
Thomas Aquinas. Summa Theologiae. Various editions.
Bonhoeffer, Dietrich. Letters and Papers from Prison. Touchstone, 1997.
Hick, John. Evil and the God of Love. Palgrave Macmillan, 2010.
Leibniz, Gottfried Wilhelm. Theodicy: Essays on the Goodness of God, the Freedom of Man, and the Origin of Evil. Translated by E. M. Huggard, Cosimo Classics, 2009.
Moltmann, Jürgen. The Crucified God. SCM Press, 1994.
Plantinga, Alvin. God, Freedom, and Evil. Eerdmans, 1974.
Weil, Simone. Gravity and Grace. Routledge, 2002.
Watson, Lyall. Dark Nature: A Natural History of Evil. Hodder & Stoughton, 1996.
Κυριάρχησε στην παραδοσιακή χριστιανική σκέψη, τόσο στη Ρωμαιοκαθολική όσο και στην Προτεσταντική παράδοση. Ο Αυγουστίνος, όπως και ο Θωμάς Ακινάτης, επηρεασμένοι από την Πλατωνική φιλοσοφία, υποστήριξαν ότι το κακό δεν συνιστά οντολογική πραγματικότητα· αποτελεί στέρηση, διαφθορά ή υποβάθμιση του αγαθού και μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο εν σχέσει προς το αγαθό, το οποίο και έχει θετική ύπαρξη. Χαρακτηριστικές είναι οι σχετικές αναλύσεις στα έργα De libero arbitrio (Περί ελευθερίας της βουλήσεως) και Confessiones (Εξομολογήσεις).
Κατά την παραδοσιακή αυτή θεώρηση, ο Θεός δημιούργησε έναν τέλειο κόσμο. Ο Αδάμ και η Εύα, ως όντα πλασμένα κατ’ εικόνα Θεού, διέθεταν λογικότητα και ηθική φύση. Στην αρχική τους κατάσταση μακαριότητας κατείχαν ελεύθερη βούληση, με την ικανότητα τόσο να πράξουν το αγαθό όσο και να μην αμαρτήσουν. Είχαν τη δυνατότητα να υπακούσουν ή να απορρίψουν κάθε εντολή, συμπεριλαμβανομένης και της θείας. Επιπλέον, είχαν ευλογηθεί με τα δώρα της αθανασίας και της άμεσης γνώσης του Θεού.
Η κακή χρήση της ελεύθερης βούλησης οδήγησε στην πτώση και στη διαμόρφωση ενός έκπτωτου κόσμου. Οι συνέπειες της πτώσης του Αδάμ και της Εύας ήταν:
Κυριάρχησε στην παραδοσιακή χριστιανική σκέψη, τόσο στη Ρωμαιοκαθολική όσο και στην Προτεσταντική παράδοση. Ο Αυγουστίνος, όπως και ο Θωμάς Ακινάτης, επηρεασμένοι από την Πλατωνική φιλοσοφία, υποστήριξαν ότι το κακό δεν συνιστά οντολογική πραγματικότητα· αποτελεί στέρηση, διαφθορά ή υποβάθμιση του αγαθού και μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο εν σχέσει προς το αγαθό, το οποίο και έχει θετική ύπαρξη. Χαρακτηριστικές είναι οι σχετικές αναλύσεις στα έργα De libero arbitrio (Περί ελευθερίας της βουλήσεως) και Confessiones (Εξομολογήσεις).
Κατά την παραδοσιακή αυτή θεώρηση, ο Θεός δημιούργησε έναν τέλειο κόσμο. Ο Αδάμ και η Εύα, ως όντα πλασμένα κατ’ εικόνα Θεού, διέθεταν λογικότητα και ηθική φύση. Στην αρχική τους κατάσταση μακαριότητας κατείχαν ελεύθερη βούληση, με την ικανότητα τόσο να πράξουν το αγαθό όσο και να μην αμαρτήσουν. Είχαν τη δυνατότητα να υπακούσουν ή να απορρίψουν κάθε εντολή, συμπεριλαμβανομένης και της θείας. Επιπλέον, είχαν ευλογηθεί με τα δώρα της αθανασίας και της άμεσης γνώσης του Θεού.
Η κακή χρήση της ελεύθερης βούλησης οδήγησε στην πτώση και στη διαμόρφωση ενός έκπτωτου κόσμου. Οι συνέπειες της πτώσης του Αδάμ και της Εύας ήταν:
Κυριάρχησε στην παραδοσιακή χριστιανική σκέψη, τόσο στη Ρωμαιοκαθολική όσο και στην Προτεσταντική παράδοση. Ο Αυγουστίνος, όπως και ο Θωμάς Ακινάτης, επηρεασμένοι από την Πλατωνική φιλοσοφία, υποστήριξαν ότι το κακό δεν συνιστά οντολογική πραγματικότητα· αποτελεί στέρηση, διαφθορά ή υποβάθμιση του αγαθού και μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο εν σχέσει προς το αγαθό, το οποίο και έχει θετική ύπαρξη. Χαρακτηριστικές είναι οι σχετικές αναλύσεις στα έργα De libero arbitrio (Περί ελευθερίας της βουλήσεως) και Confessiones (Εξομολογήσεις).
Κατά την παραδοσιακή αυτή θεώρηση, ο Θεός δημιούργησε έναν τέλειο κόσμο. Ο Αδάμ και η Εύα, ως όντα πλασμένα κατ’ εικόνα Θεού, διέθεταν λογικότητα και ηθική φύση. Στην αρχική τους κατάσταση μακαριότητας κατείχαν ελεύθερη βούληση, με την ικανότητα τόσο να πράξουν το αγαθό όσο και να μην αμαρτήσουν. Είχαν τη δυνατότητα να υπακούσουν ή να απορρίψουν κάθε εντολή, συμπεριλαμβανομένης και της θείας. Επιπλέον, είχαν ευλογηθεί με τα δώρα της αθανασίας και της άμεσης γνώσης του Θεού.
Η κακή χρήση της ελεύθερης βούλησης οδήγησε στην πτώση και στη διαμόρφωση ενός έκπτωτου κόσμου. Οι συνέπειες της πτώσης του Αδάμ και της Εύας ήταν:
Ο Ειρηναίος πιθανότατα γεννήθηκε γύρω στο 125. Ως νέος στη Σμύρνη (κοντά στην Έφεσο, στη σημερινή δυτική Τουρκία) άκουσε το κήρυγμα του Πολύκαρπου, ο οποίος ως νέος είχε ακούσει το κήρυγμα του Αποστόλου Ιωάννη. Πέθανε γύρω στο 202. Είναι επομένως ένας σημαντικός σύνδεσμος μεταξύ της αποστολικής εκκλησίας και των μεταγενέστερων χρόνων, καθώς και ένας σημαντικός σύνδεσμος μεταξύ του ανατολικού και του δυτικού Χριστιανισμού. Tο κύριο έργο του είναι η διάψευση των αιρέσεων, μια υπεράσπιση του ορθόδοξου χριστιανισμού ενάντια στους Γνωστικούς αντιπάλους του.
Αυγουστίνος του Ιππώνος (13 Νοεμβρίου 354 - 28 Αυγούστου 430) ήταν θεολόγος και φιλόσοφος βερβερικής καταγωγής και επίσκοπος του Hippo Regius στη Νουμιδία της Ρωμαϊκής Βόρειας Αφρικής. Τα γραπτά του επηρέασαν βαθιά την ανάπτυξη της δυτικής φιλοσοφίας και του δυτικού χριστιανισμού, και θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους Πατέρες της Εκκλησίας της Λατινικής Εκκλησίας κατά την Πατερική περίοδο. Τα πολλά σημαντικά έργα του περιλαμβάνουν το The City of God, το On Christian Doctrine και το Confessions
John Harwood Hick (1922 – 2012) ήταν αγγλικής καταγωγής φιλόσοφος της θρησκείας και θεολόγος που δίδαξε στις Ηνωμένες Πολιτείες για το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του. Στη φιλοσοφική θεολογία συνεισέφερε στους τομείς της θεοδικίας, της εσχατολογίας και της χριστολογίας και στη φιλοσοφία της θρησκείας συνέβαλε στους τομείς της επιστημολογίας της θρησκείας και του θρησκευτικού πλουραλισμού.
Ο Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς (1646 – 1716) ήταν Γερμανός πολυμαθής που δραστηριοποιήθηκε ως μαθηματικός, φιλόσοφος, επιστήμονας και διπλωμάτης. Ο Λάιμπνιτς αποκαλείται η «τελευταία παγκόσμια ιδιοφυΐα» λόγω της τεράστιας τεχνογνωσίας του σε διάφορους τομείς, η οποία έγινε σπάνια μετά τη ζωή του με την έλευση της Βιομηχανικής Επανάστασης και την εξάπλωση της εξειδικευμένης εργασίας. Είναι εξέχουσα προσωπικότητα τόσο στην ιστορία της φιλοσοφίας όσο και στην ιστορία των μαθηματικών. Έγραψε έργα φιλοσοφίας, θεολογίας, ηθικής, πολιτικής, νομικής, ιστορίας, φιλολογίας, παιχνιδιών, μουσικής και άλλων μελετών.
Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ (1712-1778) ήταν Ελβετός φιλόσοφος, συγγραφέας και συνθέτης του Διαφωτισμού, γεννημένος στη Γενεύη, γνωστός για τις επαναστατικές ιδέες του για την κοινωνία, την παιδεία (*Αιμίλιος), την πολιτική ("Το Κοινωνικό Συμβόλαιο") και την αυτοβιογραφία του ("Εξομολογήσεις"). Οι ιδέες του, όπως ότι ο άνθρωπος γεννιέται καλός αλλά διαφθείρεται από την κοινωνία, επηρέασαν την πολιτική σκέψη, τη Γαλλική Επανάσταση, τον κομμουνισμό, τον πατριωτισμό και τη ρομαντική λογοτεχνία. Επηρέασε βαθιά τον σύγχρονο κόσμο με τις δημοκρατικές και ανθρωπιστικές του ιδέες, ενώ η «άγρια» φύση του και η απομάκρυνση από την κοινωνική συμβατικότητα τον έκαναν πρόδρομο του Ρομαντισμού.
Ο Γιούργκεν Μόλτμαν (1926-2024) ήταν Γερμανός Μεταρρυθμιστής θεολόγος, καθηγητής συστηματικής θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τύμπιγκεν, γνωστός για τα βιβλία του όπως η Θεολογία της Ελπίδας, ο Εσταυρωμένος Θεός, ο Θεός στη Δημιουργία και άλλες συνεισφορές στη συστηματική θεολογία. Τα έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Έχει λάβει πλήθος τιμητικών διακρίσεων για το έργο του και έχει ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ από πολλά πανεπιστήμια. Επί είκοσι έτη ήταν μέλος της Επιτροπής Πίστης και Τάξης του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Ο Γιούργκεν Μόλτμαν θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους θεολόγους της εποχής μας.