Ο Τριαδικός Θεός

Η Αγία Τριάδα
Εικόνα του Ρώσου αγιογράφου Αντρέι Ρούμπλιοφ

« καὶ προσελθὼν ὁ ᾽Ιησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων, ᾽Εδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς. πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾽ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Αμήν »

Ματθ,28.18-20

« στο όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος….»

Αυτή είναι η φράση την με την οποία ο Ιησούς απευθύνθηκε στούς ένδεκα μαθητές του πάνω στο βουνό της Γαλιλαίας, και αυτές είναι από τις πιο γνωστές φράσεις για εκατομμύρια ανθρώπων σ’ ολόκληρο τον κόσμο που αποδέχονται την χριστιανική πίστη. Το δόγμα του τριαδικού Θεού είναι θεμελιώδες στην Χριστιανική πίστη. Είναι το πιο θεμελιώδες δόγμα γιατί μας βοηθά στην κατανόηση του τι είναι ο χριστιανικός Θεός, πως σχετίζεται μαζί μας και πια είναι η δική μας σχέση με Αυτόν.

Για πολλούς Εβραίους και Μουσουλμάνους θεωρείται ως μια πίστη σε τρείς Θεούς. Αντίθετα για τον περισσότερο κόσμο η ιδέα αυτή είναι δύσκολη στην κατανόηση της και εγείρει ερωτήματα δύσκολα να απαντηθούν. Και πάρα πολλοί χριστιανοί θα δυσκολεύονταν να εξηγήσουν τι είναι στην πραγματικότητα ο Τριαδικός θεός. Ακόμη και πολλοί κήρυκες βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση στην περίπτωση που τους ανατίθεται ως θέμα κηρύγματος αυτό της Αγίας Τριάδας.

Η λέξη "Τριάδα" δεν εμφανίζεται πουθενά στις Γραφές. Ωστόσο, ο όρος χρησιμοποιείται από τους θεολόγους για να περιγράψει αυτό που αποκαλύπτουν οι Γραφές σχετικά με το ποιός και τι είναι ο Θεός, δηλαδή, περιγράφει τον Θεό ως τρία συν-ισότιμα, συν-άπειρα και συν-αιώνια πρόσωπα, με το καθένα να μοιράζεται την ίδια θεϊκή ουσία. Οι πρώτες αναφορές στην τριαδικότητα του Θεού υπάρχουν στην Γένεση και συγκεκριμένα στην δημιουργία του ανθρώπου όπου αναφέρεται « ποιήσωμεν άνθρωπο….. » στην οποία έκφραση χρησιμοποιείται ο πληθυντικός αριθμός. Η αναφορά αυτή όπως και μερικές ακόμη αποτελούν προτυπώσεις που παίρνουν μορφή άμεσης αποκάλυψης στο χώρο της Καινής Διαθήκης.
Συγκεκριμένα τα κεφάλαια 13 έως και 15 του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου που αποτελούν το θεολογικό απαύγασμα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης συνιστούν την αναλυτικότερη έμμεση αναφορά μέσα στην Καινή Διαθήκη στην τρισυπόστατη φύση του Θεού, η πρώτη αναφορά και αποσαφήνιση των λέξεων Πατήρ, Υιός και Πνεύμα.

« Πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν. Ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ καὶ ὑμεῖς ἦτε.
Καὶ ὅπου ἐγὼ ὑπάγω οἴδατε καὶ τὴν ὁδὸν οἴδατε. Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς· Κύριε οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι; Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθε καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ. Εἰ ἐγνώκειτέ με, καὶ τὸν πατέρα ἐγνώκειτε ἄν. Καὶ ἀπ’ ἄρτι γινώσκετε αὐτὸν καὶ ἑωράκατε αὐτόν. Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν.
Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι, καὶ οὔκ ἔγνωκάς με Φίλιππε; Ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα· καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα;
Οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι; Τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων αὐτὸς ποιεῖ τὰ ἔργα.
Πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί· εἰ δὲ μή, διὰ τὰ ἔργα αὐτὰ πιστεύετέ μοι »

                                                                                                                                                 Ιωαν. 14,3-11

Έτσι οι μαθητές ακούνε τον Χριστό να μιλάει για τον Θεό Πατέρα του και για το Πνεύμα του Θεού, τον Παράκλητο.

«εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας

                                                                                                                                               Ιωαν.16-17

Αλλά το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα όπως αναφέραμε αρχικά προέρχεται από την εντολή που δίνεται και αναφέρεται στο τέλος του κατά Ματθαίου ευαγγελίου

«πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς και τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»

                                                                                                                                                Ματθ.28.19

Ο Τερτυλλιανός (155-245 μΧ) ήταν ο πρώτος από τους πρώτους θεολόγους που χρησιμοποίησε τον όρο “Τριαδικός” για την θεότητα. Υποστήριξε ότι ο θεός είναι τρία πρόσωπα – Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα- αλλά μια ουσία. Αυτή η διδασκαλία του Τερτυλλιανού περί του ενός Τριαδικού Θεού επέδρασε στη διαμόρφωση του δόγματος της Νίκαιας στην σύνοδο της Νίκαιας το 325 μΧ και ανακηρύχτηκε ως επίσημο δόγμα στην σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 381 μΧ. Η σύνοδος της Νικαίας όρισε την σχέση του Υιού με τον Πατέρα, σε αντίθεση με την διδασκαλία του Αρίου. Καθοδηγούμενη από τον επίσκοπο Αθανάσιο η σύνοδος περιγράφει τον Χριστό ως

« Φως εκ φωτός, Θεό αληθινό εκ θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα ομοούσιο του Πατρός »

Τέλος σημαντική συμβολή στην κατανόηση της τριαδικότητας του Θεού αποτελούν τα κείμενα των Καππαδοκών Πατέρων της εκκλησίας του 4ου αιώνα του Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου και Γρηγορίου Νύσση.

Όπως αναφέραμε το δόγμα του Τριαδικού Θεού είναι δύσκολο να κατανοηθεί επειδή παρουσιάζει εκ πρώτης όψεως μία φαινομενική αντιφατικότητα. Πώς είναι δυνατόν το ένα να είναι ταυτόχρονα και τρία;
Πριν ξεκινήσουμε να εξηγήσουμε αυτή την αντιφατικότητα της τριαδικότητας του Θεού, είναι σημαντικό να αναλύσουμε δύο όρους τους οποίους θα χρησιμοποιήσουμε. Είναι οι όροι ουσία και πρόσωπο. Η διαμόρφωση της έννοιας του προσώπου έχει μακράν ιστορία ξεκινώντας από το Ρωμαικό ιδιωτικό δίκαιο και τους Λατίνους Πατέρες της εκκλησίας, και αργότερα με συμβολή των Ελλήνων αρχαίων και κυρίως Χριστιανών Πατέρων. Η πιο σημαντική όμως αναθέωρηση της έννοιας γίνεται τον 4ο αιώνα απο τους Καππαδόκες Πατέρες της εκκλησίας.

Τους τελευταίους δύο αιώνες υπό την επίδραση διαφόρων φιλοσοφικών ρευμάτων, το κέντρο βάρους της έννοιας αυτής μετατοπίστηκε από το Τριαδολογικό στο ανθρωπολογικό πεδίο. Έχει ξεκινήσει μια ευρεία συζήτηση μεταξύ των θεολόγων αναφορικά με το ερώτημα τι σημαίνει τελικά για τον άνθρωπο να θεωρείται πρόσωπο. Η απάντηση έρχεται συχνά με μια καινούργια διάκριση, εκείνης που διαφοροποιεί ανάμεσα στο πρόσωπο και το άτομο.
Η λέξη άτομο αποτελείται από το στερητικό α και το ουσιαστικό τομή (από το ρήμα τέμνω) και δηλώνει κάτι το οποίο δεν μπορεί να κατατμηθεί περαιτέρω.Το άτομο είναι απλώς άλλο ένα μέλος του ανθρώπινου είδους. Πρόκειται για μία αδιαφοροποίητη μονάδα που αποτελεί στοιχείο ενός ομοειδούς συνόλου. Αντίθετα, το πρόσωπο είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο. Εδώ αντιγράφω έναν ορισμό που δίνεται για αυτούς τους δύο όρους από τον Χρ. Γιανναρά

Η λέξη Ουσία (ousia) σημαίνει το βασικό συστατικό ενός πράγματος, την πραγματική του φύση. Ουσία είναι αυτό που είσαι. Είναι το «τι εστί». Η ουσία ορίζεται ως ένα σύνολο χαρακτηριστικών που κάνουν το κάθε υπαρκτό να είναι αυτό πού είναι. Η ουσία του Θεού αναφέρεται στις ιδιότητες και αρετές Του όπως είναι η δικαιοσύνη, η αγάπη, η αιώνια ζωή, η παντογνωσία, η παντοδυναμία, η πανταχού παρουσία, το αμετάβλητο του. Στην περίπτωση του ανθρώπου η ουσία ορίζεται και πάλι από το σύνολο γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν κάθε άνθρωπο. Έτσι κάθε άνθρωπος έχει σκέψη, βούληση, λόγο, κρίση, μνήμη, φαντασία, ποιητική (δημιουργική) ικανότητα κλπ. Όλοι οι άνθρωποι μετέχουν με αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά στην ύπαρξη, έχουν δηλαδή κοινή ουσία, την οποία ονομάζουμε ανθρωπότητα.
Αντιθέτως Πρόσωπο στην καθημερινή ζωή σημαίνει ένα ξεχωριστό υποκείμενο το οποίο θεωρεί τον εαυτό του ως ένα ‘Εγώ’ και τους άλλους ως ‘Εσείς’. Είναι η δυνατότητα να βρίσκεται απέναντι σε κάποιο άλλο όν, να έχει δηλαδή όψη-προς κάποιον ή κάτι, να υπάρχει μονο ως-προς, να μπορεί να επικοινωνεί, είναι αυτό που λέμε πρόσωπο. Το πρόσωπο είναι το «πώς εστί». Το πρόσωπο ορίζεται από τον μοναδικό, ιδιαίτερο και ανεπανάληπτο τρόπο με τον οποίο ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά ενσαρκώνει όλα τα κοινά γνωρίσματα της ουσίας. Είναι αυτό που με κάνει να ξεχωρίζω από ένα οποιοδήποτε άνθρωπο όσον αφορά την φαντασία, κρίση, σκέψη, την βούληση και την δημιουργία.

Κατά τον Kallistos Ware

« Είμαι ουσιαστικά πρόσωπο μόνο όταν συναντώ τους άλλους, όταν εισέρχομαι σε διάλογο μαζί τους, όταν τους κοιτάω στα μάτια και τους επιτρέπω να κοιτάξουν τα δικά μου…»

Ερχόμαστε τώρα να δώσουμε απάντηση στην φαινομενική αντιφατικότητα της τριαδικότητας του Θεού. Όπως είπαμε το δόγμα του τριαδικού Θεού ορίζει ότι ο Θεός αιώνια υπάρχει ως τρία ξεχωριστά πρόσωπα – Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα τα οποία μοιράζονται κοινή φύση ή ουσία. Ο Θεός λοιπόν είναι ένας ως προς την ουσία και τρία σε πρόσωπα. Ταυτόχρονα όμως ο Θεός ορίζεται ως το απόλυτο και απεριόριστο Όν. Επειδή όμως είναι τρία πρόσωπα συνεπάγεται ότι έχουμε τρία απόλυτα Όντα. Αλλά για να είναι το καθένα απόλυτο Ον πρέπει να ακυρώνει τον απόλυτο χαρακτήρα του άλλου. Συνεπώς ο απόλυτος χαρακτήρας και η πολλαπλότητα ορίζουν δύο αντιφατικές έννοιες για την θεότητα.

Εδώ όμως θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο Θεός δεν είναι ένας και τρία με τον ίδιο τρόπο. Είναι τρία με διαφορετικό τρόπο από εκείνο με τον οποίο είναι ένας. Είναι ένας ως προς την ουσία και είναι τρία ως πρόσωπα. Ουσία και πρόσωπο δεν είναι το ίδιο πράγμα. Είναι ένας όσον αφορά ένα συγκριμένο τρόπο θεώρησης (ουσίας) και είναι τρία με ένα διαφορετικό τρόπο (πρόσωπα). Έτσι δεν καταπατά τον νόμο της μη αντιφατικότητας που μας λέει ότι δεν μπορείς να επιβεβαιώνεις και να διαψεύδεις την ίδια πρόταση την ίδια στιγμή.
Έτσι ο τριαδικός Θεός είναι μονάδα, γιατί ένα είναι το αίτιο, και μία η ουσία, και είναι τριαδικός κατά τα πρόσωπα ή υποστάσεις, γιατί υπάρχει η ετερότητα των υποστάσεων. Ο Πατέρας είναι αγέννητος ή αποτελεί αυτοαιτία. Όλα τα άλλα είναι αιτιατά. Επίσης λέμε ότι ο Υιός είναι γεννητός και το Πνεύμα εκπορευτό. Αυτά αποτελούν τα υποστατικά ιδιώματα των προσώπων τα οποία είναι αυστηρά προσωπικά, αμετάδοτα και ακοινώνητα δηλαδή δεν μπορούν να μεταδοθούν στα άλλα δύο πρόσωπα. Με άλλα λόγια υπάρχει:

1) Ένα αίτιο,
2) Ταυτότητα ουσίας (τα πρόσωπα είναι ομοούσια),
3) Ετερότητα των υποστάσεων ή προσώπων.

« Μονάς άναρχος και απλή, η αυτὴ μονάς και τριάς· όλη μονάς η αὐτὴ και όλη τριὰς η αὐτή […] μονὰς ασύγχυτος και τριὰς αδιαίρετος[…]μονὰς όλη κατά την ουσίαν η αυτὴ και τριὰς όλη κατά τας υποστάσεις η αυτή »                                                                                                 Μάξιμος ο ομολογητής

Εάν θελήσουμε να εμβαθύνουμε περισσότερο στο θέμα του ακατανόητου της τρισυπόστατης μονάδας θα μπορούσαμε να την αποδώσουμε στην απουσία χώρου και χρόνου στην Θεότητα. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε τετραδιάστατα όντα τα οποία κινούνται μέσα σ’ αυτό το χωρο-χρονικό συνεχές. Είμαστε κτιστοί και έχουμε την ανθρώπινη φύση διηρημένη. Εγώ και ο πατέρας μου είμαστε δυο ξεχωριστοί άνθρωποι διότι μεσολαβεί μεταξύ μας ο χώρος και χρόνος. Ο χώρος και ο χρόνος διαφοροποιούν τα ανθρώπινα όντα μεταξύ τους και επιτρέπει στον καθένα από μας να νοηθεί αυτοτελώς σαν άτομο, πχ. ο πατέρας μου δεν υπάρχει τώρα, αλλά εγώ υπάρχω. Ο χώρος και ο χρόνος είναι αυτοί που δημιουργούν ένα ατομισμό. Ο κάθε άνθρωπος έρχεται στον κόσμο εξατομικευμένος. Με την γέννηση του γίνεται μια ακόμη κατάτμηση της ανθρώπινης φύσης. Εάν τώρα θεωρήσουμε, ότι δεν μεσολαβεί χώρος και χρόνος μεταξύ μας, δεν κατατέμνεται η φύση με την γέννησή μας, τι θα συνέβαινε υπαρξιακά; Στην περίπτωση αυτή ενώ θα είμασταν δύο εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες δεν θα μπορούσαμε να θεωρηθούμε ως δυο ξεχωριστά όντα, αλλά υπαρξιακά θα ήμασταν ένας.
Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο χώρος και ο χρόνος είναι ιδιότητες του κτιστού. Δεν είναι του άκτιστου. Εμφανίζονται ακριβώς με την δημιουργία και επειδή είναι δημιουργήματα του, ο Θεός δεν υπόκειται σε αυτούς και επομένως η εξατομίκευση των τριών υποστάσεων δεν υφίσταται. Ο όρος γεννημένος δεν πρέπει να μας προκαλεί σύγχυση ότι κάποτε υπήρχε ο Πατήρ χωρίς τον Υιό όπως ακριβώς ένας ανθρώπινος πατέρας προηγήθηκε ηλικιακά του γιού του. Η πολλαπλότητα λοιπόν δεν συγκρούεται με την ενότητα όπως ακριβώς συμβαίνει με την ανθρωπότητα. Έτσι από την ώρα όμως που θα δεχθούμε τον Θεό μη υποκείμενο στον χώρο και στον χρόνο, η τριαδικότητα του Θεού παύει να είναι μυστήριο.

Ένα βασικό ερώτημα της θεολογίας είναι γιατί τρία και όχι ένα ή δύο πρόσωπα ή περισσότερα από τρία να μην μπορούν να συνιστούν την θεότητα; Η απάντηση έρχεται από ένα πειστικό επιχείρημα που ονομάζεται «επιχείρημα της Αγάπης» και είναι διατυπωμένο από έναν σύγχρονο θεολόγο τον Richard Swinburne.
Σύμφωνα με το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο « ο Θεός αγάπη εστί ». Η τέλεια όμως αγάπη είναι μια αγάπη η οποία έχει τουλάχιστον δύο χαρακτηριστικά : την αμοιβαιότητα και την ανιδιοτέλεια. Έτσι ξεκινώντας από ένα μοναχικό θείο πρόσωπο θα πρέπει επίσης να υπάρχει ένα δεύτερο πρόσωπο προκειμένου να γίνει ο αποδέκτης της αγάπης του πρώτου. Η αμοιβαία αγάπη περιλαμβάνει το συνολικό μοίρασμα του εαυτού του με έναν άλλο ίσο, δίνοντας αμοιβαία ό,τι είναι καλό για τον εαυτό του στο Άλλο.
Η αγάπη τους όμως δεν θα ήταν τέλεια εάν δεν ήταν και ανιδιοτελής δηλαδή εάν η αγάπη τους που έχουν ο ένας για τον άλλο δεν περιοριζόταν μεταξύ τους αλλά επεκτείνετο και σε ένα τρίτο όν το οποίο θα αγαπήσουν και θα αγαπηθούν από αυτό. Ένας γάμος δεν θα ήταν πλήρης εάν τα δύο πρόσωπα ασχολούνταν αποκλειστικά ο ένας με τον άλλο και δεν χρησιμοποιούσαν την αμοιβαία αγάπη τους για να φέρουν καλό στους άλλους, για παράδειγμα φέροντας στον κόσμο ένα παιδί το οποίο θα μεγαλώσουν με αγάπη.

Γιατί όμως μόνο τρία θεία πρόσωπα; Γιατί τα θεία πρόσωπα δεν μπορεί να είναι περισσότερα από τρία. Η απάντηση είναι ότι δεν θα υπήρχε ανάγκη για ένα τέταρτο, αφού τρία θεία πρόσωπα θα ικανοποιούσαν πλήρως τις απαιτήσεις της αγάπης. Τρία πρόσωπα είναι το απαραίτητο ελάχιστο για την ανιδιοτελή αγάπη μεταξύ προσώπων. Κάθε μέλος της Τριάδας θα μπορούσε να επιδείξει ανιδιοτελή αγάπη χωρίς να υπάρχει ένα τέταρτο θείο πρόσωπο. Δεν μπορούν να υπάρχουν περισσότερα από τρία θεία πρόσωπα, διότι τρία πρόσωπα αρκούν για την ύπαρξη της ανιδιοτελούς αγάπης, και έτσι οποιοδήποτε τέταρτο θεϊκό πρόσωπο θα παραγόταν από μια πράξη που κανένα από τα τρία δεν χρειαζόταν να παραγάγει, και έτσι δεν θα υπήρχε αναγκαστικά και δεν θα μπορούσε να είναι θεϊκό.
Αναγκαστικά, αν υπάρχει ένα θεϊκό πρόσωπο, υπάρχουν τρία και μόνο τρία θεϊκά πρόσωπα. Επομένως δοθείσης της φύσεως της αγάπης εαν υπαρχει ένα θείο πρόσωπο, θα υπάρχουν αναγκαστικά δυο ακόμη πρόσωπα κάτι που το δεχόμαστε a priori.

Υπάρχουν βασικά δυο θεολογικοί τρόποι για να προσεγγίσουμε την ιδέα της Αγίας Τριάδας. Ο πρώτος ο οποίος αναπτύχθηκε από τους Καππαδόκες Πατέρες της εκκλησίας τον 4ο αιώνα, κληρονομήθηκε κύρια στην Ορθόδοξη Ανατολική εκκλησία και αναφέρεται ως κοινωνική ή οντολογική τριάδα (social trinity). Ονομάζεται κοινωνική τριάδα επειδή αναφέρεται στην συγκρότηση της τριάδας, τις αμοιβαίες σχέσεις του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος μεταξύ τους. Σύγχρονοι θεολόγοι οι όποιοι έχουν υιοθετήσει αυτό το μοντέλο είναι οι Wolfhart Pannenberg, Jurgen Moltmann, John Zizioulas and R. Swinburne.

Το σημείο εκκίνησης σ’ αυτόν τον τρόπο θεώρησης της Τριαδικότητας του Θεού δεν είναι η μονάς ( ουσία ) του Θεού , αλλά οι τρεις υποστάσεις (πρόσωπα) του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αποτελούν τριάδα προσώπων συνδεομένων με αμοιβαίες σχέσεις προσφοράς και αποδοχής αγάπης. Τα τρία πρόσωπα συνιστούν μια τέλεια κοινωνία αγάπης η οποία προσφέρεται απλόχερα και στα δημιουργήματα τους. Θεωρείται ότι υπάρχουν τρία κέντρα συνείδησης και θέλησης τα οποία συνθέτουν ένα είδος ύπαρξης, την Θεότητα. Τρεις οντότητες που συνδέονται μεταξύ τους με απόλυτη αρμονία συνείδησης και θέλησης και ενέργειας και ταυτόχρονα συγκροτούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορούν να υπάρξουν ξεχωριστά.

Αυτές δεν συνιστούν αυτόνομες ατομικότητες. Τα Πρόσωπα της Τριάδας δεν υπάρχουν το καθένα για τον εαυτό του, δεν διεκδικούν υπαρκτική αυτονομία. Είναι υπάρξεις που διαλέγονται μεταξύ τους και η μία αναφέρεται στην άλλη διαστέλλοντας με σαφήνεια τον εαυτό της. Πάντα δρουν από κοινού, το καθένα εμπλέκεται με ένα διακριτικό τρόπο σε κάθε θεία ενέργεια ενώ ο ρόλος του καθενός είναι ένα απαραίτητο κομμάτι της πλήρους δράσης της θεότητας.
Έτσι, ο Πατέρας δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει χωρίς τη σοφία του Υιού και την δημιουργική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. « ο Πατέρας κτίζει τον κόσμο δια του Υιού και εν Αγίω Πνεύματος ».
Στο σταυρό ο Πατέρας λυτρώνει την ανθρωπότητα μέσω της θυσιαστικής αυτοπροσφοράς του Υιού και την ζωοποιό δύναμη του Αγίου Πνεύματος.
Στο τέλος του χρόνου ο Πατέρας θα συγκεντρώσει όλα τα πράγματα στον εαυτό του μέσω του Υιού και της συμφιλιωτικής και ενωτικής δύναμης του Αγίου Πνεύματος.
Τέλος στη σάρκωση του Λόγου, την ενανθρώπιση του Χριστού ο Θεός Πατήρ στέλνει τον Υιό του στον κόσμο και το Πνεύμα το Άγιο ενεργεί τη σάρκωση «επισκιάζοντας» την Παρθένο Μαρία.
Δεν υπάρχει ένας κοσμικός νους ο οποίος συντηρεί το σύμπαν. Ο Θεός είναι μια κοινωνική οντότητα, που αποτελείται από τρεις κοσμικούς νους, που ενεργούν πάντα μαζί, και συνδέονται μεταξύ τους με αυτό που έχει ονομαστεί περιχώρηση.

Το δόγμα της περιχώρησης

Ο κίνδυνος της έννοιας της κοινωνικής Τριάδας είναι, φυσικά, ο τριθεϊσμός — η πίστη σε τρεις Θεούς. Ως εκ τούτου, οι Έλληνες πατέρες της εκκλησίας τόνισαν την «περιχώρηση» των τριών προσώπων και κατέληξαν στην αρχή «opera trinitaris ad extra indivisa sunt» (λατινική μετάφραση που σημαίνει «όλες οι πράξεις ή οι λειτουργίες της Τριάδας είναι αδιαίρετες».
Έτσι η Αγία Τριάδα χαρακτηρίζεται από μια αδιάλειπτη ενότητα. Ο Θεός δεν είναι απλά ένα μεμονωμένο πρόσωπο που περιορίζεται μέσα στην δική του ύπαρξη, αλλά μια κοινωνία προσώπων κάθε ένα από τα οποία «κατοικεί» μέσα στα άλλα δύο μέσω μιας διαρκούς κίνησης αγάπης. Αυτή η αμοιβαία ενδοκατοίκιση των προσώπων της τριάδας είναι γνωστή ως περιχώρηση και διατυπώθηκε πρώτη φορά από τον Ιωάννη Δαμασκηνό για να δηλωθεί ότι οι τρεις τρόποι ύπαρξης αμοιβαία καθορίζουν και διαπερνούν το ένα το άλλο έτσι ώστε το ένα εξ’ αυτών είναι στα δύο άλλα και τα δύο άλλα εντός του ενός.

« εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστι ; τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλώ ὑμῖν, ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐ λαλώ· ὁ δὲ πατήρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων αὐτὸς ποιεί τὰ έργα »                                                                                                                                                                                      Ιωαν. 14, 10

« ἐσμεν ἐγὼ και ὁ πατήρ ἕν »                                                                                                                                                    Ιωαν. 10,30

Το κάθε Πρόσωπο υπάρχει όχι για τον εαυτό του, αλλά υπάρχει προσφερόμενο στην κοινωνία της αγάπης με τα άλλα Πρόσωπα. Η ζωή των Προσώπων είναι μια «αλληλοπεριχώρηση» της ζωής, πού θα πει: η ζωή του ενός γίνεται ζωή του άλλου, η ύπαρξη τους αντλείται από την πραγματοποίηση της ζωής ως κοινωνίας.

Πέραν της κοινωνικής τριάδας υπάρχει και μια άλλη προσέγγιση που φέρει το όνομα οικονομική τριάδα και αναφέρεται στις ενέργειες του τρισυπόστατου Θεού όσον αφορά τη δημιουργία, την ιστορία, την σωτηρία, το σχηματισμό της εκκλησίας, την καθημερινή ζωή των χριστιανών.
Οι δυτικοί πιστεύουν ότι την ύπαρξή του ό Θεός την οφείλει στη δεδομένη Ουσία του, ενώ τα Πρόσωπα της τριαδικής αποκάλυψης λειτουργούν απλώς ως τρόποι (modi) ενέργειας ή ως «εσωτερικές σχέσεις» της Ουσίας. H δυτική δηλαδή παράδοση ξεκινά τονίζοντας την μια θεία ουσία του Θεού, και εν συνεχεία ερμηνεύει τον Θεό ως τρία πρόσωπα.
Χρησιμοποιείται ο ελληνικός όρος οικονομία για να υποδηλώσει την γνώση που αποκομίζουμε για τον θεό από την σχέση του με τα δημιουργήματα του. Κύριοι εκπρόσωποι της θεωρούνται οι Thomas Aquinas και οι σύγχρονοι Karl Barth, Karl Rahner και Katherine LaCugna.
Σ’ αυτή την θεώρηση υπάρχει μόνο ένα κέντρο συνείδησης και θέλησης στο Θεό, και όχι τρία. Υπάρχουν τρία «πρόσωπα» με κοινή «ουσία», αλλά ο όρος πρόσωπο δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως ένα υποκείμενο με τη δική του ανεξάρτητη θέληση.

Αντίθετα, θα πρέπει να κατανοηθεί ως ένας τρόπος ύπαρξης. Ο Θεός υπάρχει σε τρεις διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης. Τα πρόσωπα διαφέρουν μεταξύ τους ακριβώς όπως ένας τρόπος ύπαρξης διαφέρει από τον άλλο, και χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα, όπως η ανοικτή παλάμη διαφέρει από μια κλειστή γροθιά. Αυτοί είναι ξεχωριστές δραστηριότητες της θεότητας, διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους ο ένας Θεός υπάρχει και ενεργεί.

Ο Ρίτσαρντ Σουίνμπερν (γεννημένος στις 26 Δεκεμβρίου 1934) είναι ένας Άγγλος φιλόσοφος, γνωστός για την εργασία του στη φιλοσοφία της θρησκείας, την επιστημολογία και την αναλυτική φιλοσοφία. Είναι Ομότιμος Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και τα τελευταία 50 χρόνια έχει υπερασπιστεί φιλοσοφικά επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού. Στην θεολογία ασχολήθηκε με την φύση του Θεού, το πρόβλημα του κακού και την σωτηρία. Τέλος στην επιστημολογία ο Σουίνμπερν έχει γράψει για τη σχέση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας. Είναι μια σημαντική φιγούρα στη σύγχρονη φιλοσοφία της θρησκείας και η δουλειά του έχει ασκήσει σημαντική επιρροή σε φιλοσόφους, θεολόγους και επιστήμονες.

Ο Χρήστος Γιανναράς (1935-) είναι Έλληνας ορθόδοξος θεολόγος, φιλόσοφος και συγγραφέας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ορθόδοξους στοχαστές και το έργο του έχει ασκήσει σημαντική επιρροή στη θεολογία, τη φιλοσοφία και την πολιτική σκέψη στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935 και σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια Βόννης και Παρισιού. Δίδαξε φιλοσοφία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από το 1971 έως το 1990. Έχει γράψει εκτενώς για μια ποικιλία θεμάτων, συμπεριλαμβανομένης της ορθόδοξης θεολογίας, της φιλοσοφίας της θρησκείας, της πολιτικής φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας.

Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments